του Γιώργου Ρούση
Την ημέρα που ψηφίστηκε το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, η γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ δήλωνε ότι από αύριο αρχίζει ο πόλεμος.
Απολύτως εύστοχη δήλωση, μια που απέναντι τόσο σε αυτό το νομοσχέδιο όσο και στα υπόλοιπα νομοθετικά, αλλά και άλλα μέτρα της κυβέρνησης, που πλήττουν βάναυσα τα λαϊκά δικαιώματα, τις ελευθερίες και το επίπεδο ζωής του λαού, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από τον ταξικό πόλεμο, την ταξική πάλη.
Να όμως που στο επίπεδο των πανεπιστημίων, τόσο όσον αφορά τα εν λόγω μέτρα όσο και την πρόταση διαλόγου της υπουργού Παιδείας, οι αντιδράσεις του ΚΚΕ είναι τουλάχιστον μέχρι τώρα σχεδόν ανύπαρκτες κι ακόμη χειρότερα με τη στάση του κάνει ό,τι μπορεί για να παρεμποδίσει την όποια μαχητική αντίδραση.
Προσπάθησα να κατανοήσω αυτήν την αντίφαση ανάμεσα σε λόγια και έργα ακολουθώντας τη μέθοδο της ατόπου απαγωγής.
Και κατ' αρχήν απέρριψα κάθετα την ερμηνεία ορισμένων συντρόφων στους οποίους απευθύνθηκα για να με βοηθήσουν στον προβληματισμό μου και οι οποίοι μάλλον ατεκμηρίωτα έκαναν λόγο για «κράτημα» του κόμματος από τους κυρίαρχους.
Και απέρριψα αυτήν την ερμηνεία τόσο γιατί αυτή αντιβαίνει στη στάση του ΚΚΕ σε άλλους χώρους, όπου αν μη τι άλλο εμφανίζει μια έστω και μικρότερη εκείνης που απαιτούν οι καιροί αγωνιστικότητα, και διότι συναισθηματικά δεν θέλω να πιστέψω ότι τόσα χρόνια εγώ ο ίδιος πλάγιαζα μ' έναν ίσκιο και «αγωνιζόμουνα για ένα πουκάμισο αδειανό».
Επίσης, απέρριψα την εκδοχή της υποτίμησης από μέρους του κόμματος της βαρύτητας της πρότασης Διαμαντοπούλου. Όσα σχετικά δηλώθηκαν και γράφτηκαν εκ μέρους του κόμματος και των στελεχών του σχετικά με αυτό το θέμα έδειχναν μια σαφή και ορθή εκτίμηση της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης.
Τέλος, απέρριψα την ερμηνεία ορισμένων συντρόφων που ανήκουν στο ΚΚΕ, με βάση την οποία η συνείδηση των φοιτητικών μαζών, δηλαδή ενός χώρου που είναι βέβαιο ότι η αριστερά έχει αναλογικά πολύ περισσότερες δυνάμεις απ' ό,τι στην υπόλοιπη κοινωνία, είναι τέτοια που δεν επιτρέπει καμιά κινητικότητα.
Πώς λοιπόν μπορεί να ερμηνευτεί το ουσιαστικό μποϊκοτάζ των φοιτητικών συνελεύσεων, είτε με την αποχή από αυτές, είτε με τη χαλαρή συμμετοχή, είτε με τη μη κατάθεση πλαισίου αγωνιστικών προτάσεων, και δη μετωπικού με άλλες δυνάμεις;
Στην πραγματικότητα η τακτική του ΚΚΕ στα πανεπιστήμια εντάσσεται στον ευρύτερο σεχταρισμό του με βάση τον οποίο αντιμετωπίζεται από καχύποπτα έως εχθρικά κάθε κινητοποίηση που ξεπερνά τη δυνατότητα απόλυτου ελέγχου της από το ίδιο.
Στα ΑΕΙ, όπου είναι ισχυρές και δυνάμεις που κινούνται στα αριστερά του ΚΚΕ, οι οποίες κατά την εκτίμηση του Δημήτρη Γόντικα, μέλους του Π.Γ. είναι «πέρα για πέρα βέβαιο ότι συνιστούν ένα χώρο που κηδεμονεύεται και είναι υπονομευόμενος από διάφορα κέντρα, το ΚΚΕ φοβάται μην τυχόν και ξεκινήσουν κινητοποιήσεις που δεν μπορεί να ελέγξει, και που θα το ξεπερνούν από τα αριστερά.
Ετσι λοιπόν η αναγκαιότητα της όποιας κινητοποίησης υποτάσσεται στη λογική «το μοναστήρι να 'ναι καλά».
Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ιδιόμορφο, και γι' αυτό δύσκολα κατανοητό με βάση τα κλασικά σχήματα, συνδυασμό σεχταρισμού και ρεφορμισμού, ένα συνδυασμό που για να καλυφθεί διανθίζεται με μια αριστερή φρασεολογία.
Μέσα από αυτή την πορεία του άπειρου στα λόγια και του μηδέν στην πράξη, το ΚΚΕ έχει οδηγήσει τα πράγματα στον τομέα της παιδείας πίσω όχι μόνο από τη Γαλλία ή την Ιταλία, αλλά και από χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή η Ολλανδία, που ούτε σημαντικό κομμουνιστικό κόμμα έχουν ούτε καμιά ιδιαίτερη παράδοση του σύγχρονου νεολαιίστικου κινήματός τους.
Η πατρίδα του λόχου του Λόρδου Βύρωνα, των αγώνων του 15% για την παιδεία, του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου, των μεγάλων μεταπολιτευτικών μαθητικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων, του Δεκέμβρη του 2008, κατέληξε, με κύρια ευθύνη του ΚΚΕ, να αποδέχεται τη χειρότερη μεταρρύθμιση στο χώρο των ΑΕΙ δίχως να κουνιέται φύλλο.
Για να ξεπεραστεί αυτή η βαθύτατη κρίση του φοιτητικού κινήματος είναι αναγκαίο δίχως περιστροφές και τακτικισμούς να αποκαλυφθεί και να καταγγελθεί άμεσα αυτός ο ρόλος, και ταυτόχρονα και παρ' όλα αυτά να επιδιώκεται η κοινή δράση όσο κι αν το ίδιο επιδιώκει να την αποτρέψει.
Σε τελευταία ανάλυση μόνο η αντίδραση όσων δυνάμεων μέσα στο ΚΚΕ δεν έχουν ακόμη εκφυλισθεί ολοκληρωτικά, η πίεση από τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς, και από το ίδιο το αυθόρμητο λαϊκό κίνημα, είναι που μπορεί να το οδηγήσουν είτε να επανεξετάσει τη στάση του, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι ακόμη δυνατόν, είτε εκ των πραγμάτων να ξεπεραστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου