Συνέντευξη του Στάθη Κουβελάκη στον Λεωνίδα Βατικιώτη
Πριν, 30 Ιανουαρίου 2011
Το γεγονός ότι σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν προβάλλεται από την Αριστερά το αίτημα της εξόδου από το ευρώ, δεν περιορίζει αντικειμενικά την εμβέλεια του στόχου; Επίσης δεν υπονομεύει την αναγκαία διεθνιστική αλληλεγγύη;
Το γεγονός ότι, όπως σωστά επισημαίνεις στην ερώτησή σου, σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν προβάλλεται από φορείς της Αριστερά το αίτημα της εξόδου από το ευρώ, δείχνει κυρίως την έκταση της πολιτικής ανημπόριας και της στρατηγικής αμηχανίας στην οποία έχει σήμερα περιέλθει η ευρωπαϊκή Αριστερά. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο ευρώ, η στάση απέναντι στο ευρώ αποτελεί δείκτη της γενικότερης στάσης απέναντι στην ΕΕ. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως φαίνεται από τις θέσεις του ονομαζόμενου Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), στο οποίο συμμετέχουν οι περισσότερες δυνάμεις που κινούνται στα Αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας (με κύρια εξαίρεση τα ΚΚ Ελλάδας και Πορτογαλίας), πιστεύει ότι οι λύσεις πρέπει να βρεθούν εντός των πλαισίων της ΕΕ. Δεν εξηγεί βέβαια με ποιόν τρόπο μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και δεν βλέπει ότι, στον κόσμο της υπαρκτής ΕΕ στον οποίο ζούμε, όσο πιο “ευρωπαϊκή” είναι μια λύση, τόσο πιο αντιδραστική γίνεται. Πολύ απλά γιατί αυτό απορρέει από την ίδια τη δομή και το λόγο ύπαρξης της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”.
Να επισημάνω επίσης και το κυριότερο: αυτές οι δυνάμεις δεν αρνούνται μόνο να θέσουν θέμα ευρώ αλλά και στάσης πληρωμών προτείνοντας στόχους όπως επαναδιαπραγμάτευση. Αποφεύγουν δηλαδή να τοποθετηθούν ευθέως πάνω στο ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης του χρέους, άρα και του ποιός θα πληρώσει το κόστος της ζημίας σε περίπτωση παραγραφής του μεγαλύτερου μέρους του, και αν κάτι τέτοιο είναι όντως συμβατό με τα πλαίσια της ΕΕ και της ΟΝΕ. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο αν αυτού του τύπου οι προτάσεις ούτε πείθουν την κοινωνία, ούτε δυναμική υπέρ της Αριστεράς δημιουργούν.
Σ’αυτή τη λογική καλλιεργείται και η ιδέα ότι ο στόχος της εξόδου από το ευρώ, και γενικότερα οι μονομερείς κινήσεις όπως η στάση πληρωμών, πάσχουν από έλλειψη διεθνισμού, και, ότι ως εκ τούτου, αδυνατούν να λειτουργήσουν ως βάση σύγκλισης αριστερών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο. Πρέπει να αντιστρέψουμε το επιχείρημα: αυτό που αποδιοργανώνει κάθε ουσιαστικό διεθνισμό είναι η αποδοχή των πλαισίων της ΕΕ, για τη διατήρηση των οποίων οι εργαζόμενοι και οι λαοί όλων των χωρών μελών καλούνται να πληρώσουν ένα υπέρογκο τίμημα, με διαφορετικούς και άνισους έστω όρους. Ας μη ξεχνάμε το μακρόχρονο πάγωμα των μισθών και το ροκάνισμα του κοινωνικού κράτους που υφίστανται οι Γερμανοί εργαζόμενοι, προς χάρην της προώθησης των εξαγωγικών δυνατοτήτων της Γερμανίας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας που αποτελούν τα θεμέλια της ΟΝΕ. Γι αυτό και αντί να ευνοεί τη σύγκλιση και τη συννενόηση των λαών, η ΕΕ στρέφει τους μεν εναντίον των δε, ανασύροντας και διαδίδοντας κάθε είδους ρατσιστικά στερεότυπα (τα “γουρουνάκια”/PIIGS των χωρών της περιφέρειας, οι “τεμπέληδες” Ελληνες, κλπ).
Η Αριστερά έχει ζωτική ανάγκη από σοβαρή διεθνιστική στρατηγική, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη λογική της ρήξης με την ΕΕ και της πάλης για ένα ριζικά διαφορετικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ας εμπνευστούμε εδώ από το πως προωθήθηκαν διεθνιστικοί στόχοι στη Λατινική Αμερική από μια σειρά προοδευτικών κυβερνήσεων : ανατρέποντας τα σχέδια των ΗΠΑ για επέκταση της ζώνης ελεύθερου εμπορίου, ανακτώντας κρίσιμα εργαλεία άσκησης εθνικής πολιτικής και δημιουργώντας εναλλακτικούς θεσμούς συνεργασίας μεταξύ κρατών (τράπεζα του Νότου, Μπολιβαριανή Ενωση ALBA, κοινό τηλεοπτικό κανάλι), σε μια κατεύθυνση ολοκλήρωσης σε ηπειρωτική κλίμακα.
Για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους προκρίνεται η λύση της δημιουργίας Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ). Δεν υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η πρόταση να καταλήξει σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή – κολυμβήθρα αμαρτιών, μακριά από την συμμετοχή των εργαζομένων;
Ας διευκρινίσουμε κατ’αρχήν ότι σε καμμιά περίπτωση δε μιλάμε για κοινοβουλευτική επιτροπή, δηλαδή για υποχείριο των δύο κομμάτων που κυριαρχούν στο Κοινοβούλιο, αλλά για ανεξάρτητη επιτροπή, στην οποία θα έχουν όμως εκχωρηθεί αρμοδιότητες που θα της επιτρέπουν να προχωρήσει στο έργο της. Δηλαδή να έχει πρόσβαση στις δανειακές συμβάσεις και τους λογαριασμούς, να μπορεί να καλεί μάρτυρες κτλ.
Για να έχει αποτελεσματικότητα στον άμεσο στόχο της, τη διαφάνεια στο θέμα του δημόσιου χρέους, η ΕΛΕ πρέπει να συσπειρώσει δυνάμεις πέραν των γραμμών της Αριστεράς, ειδικούς σε μια σειρά από τομείς, προσωπικότητες ευρύτερης αποδοχής αλλά και εκπροσώπους κοινωνικών φορέων (συνδικάτα, επιστημονικοί συλλογοι). Για να λειτουργήσει όμως πολιτικά πρέπει να κινηθεί παράλληλα με την παρέμβαση από τα κάτω των κινημάτων, των εργατικών οργανώσεων και της αριστεράς, που οφείλουν να εκμεταλλευτούν αυτή τη δυνατότητα για ένα πολύ απλό λόγο: εκ των πραγμάτων, η ΕΛΕ θα λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός, θέτωντας υπό αμφισβήτηση συνολικά το χρέος, υποσκάπτωντας την ίδια τη νομινότητά του. Οπως πολύ σωστά τόνισε η Σοφία Σακοράφα σε πρόσφατη συνέντευξή της στο Δρόμο της Αριστεράς “η ΕΛΕ, επί της ουσίας, είναι ένα τακτικό βήμα στα όρια των αστικών θεσμών και της διαφάνειας και παράλληλα ένα στρατηγικό βήμα συγκρότησης ενός κινήματος με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά ».
Όλοι αυτοί οι στόχοι δεν δημιουργούν αυταπάτες ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο; Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα τι ρόλο μπορούν να παίξουν σε αυτή τη διαδικασία;
Πολύ συχνά στην Αριστερά η συζήτηση γύρω από το θέμα της μεταρρύθμισης ή της ρήξης με τον καπιταλισμό τείνει να αποκτήσει έναν μεταφυσικό, μη-ιστορικό, χαρακτήρα, σα να υπάρχει από τη μια πλευρά το στρατόπεδο αυτών που λένε “θέλουμε έναν καλύτερο καπιταλισμό” και από την άλλη το επαναστατικό στρατόπεδο που λέει “εμείς θέλουμε να τον ανατρέψουμε”. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν γίνονται έτσι, οι ταξικές αντιθέσεις θέτουν συγκεκριμένα προβλήματα, γύρω από τα οποία αντιπαρατίθενται επιλογές, που στηρίζονται σε ένα συσχετισμό δύναμης, αλλά και τον τροποποιούν. Θέμα πολιτικής εξουσίας, δηλαδή ρήξης επαναστατικού χαρακτήρα, τίθεται σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης του κυρίαρχου μπλοκ και ανόδου των αγώνων, πάντα γύρω από τα επίδικα ζητήματα της συγκεκριμένης συγκυρίας. Δε βρισκόμαστε σε μια τέτοια κατάσταση σήμερα, κυρίως λόγω της αδύναμης θέσης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Παρά την ιστορική του χρεωκοπία, ο ταξικός αντίπαλος είναι σε θέση επίθεσης και διεξάγει με επιτυχία τον δικό του αγώνα. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει.
Για να το πούμε διαφορετικά, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα με πολύ μεγάλη ικανότητα προσαρμογής. Μπορεί να επιβιώσει, ακόμη και να αναπτυχθεί, κάνοντας παραχωρήσεις στους εργαζόμενους, όταν εξαναγκάζεται βέβαια να το κάνει από ένα συσχετισμό δύναμης. Το απέδειξε εξ’άλλου τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, σε ένα περιορισμένο τμήμα του πλανήτη είναι αλήθεια. Αυτό έχει βέβαια και ένα όριο, και εδώ βρίσκεται το νοήμα των κρίσεων: για να ανασυγκροτηθεί προς όφελος των ισχυρών, το σύστημα πρέπει να πάρει πίσω όλες αυτές τις παραχωρήσεις που έκανε στο παρελθόν. Σε τέτοιες συνθήκες, αιτήματα όπως η ατζέντα που προτάσσουμε για το θέμα του χρέους, που, σε άλλες εποχές μπορεί να μην είχαν τίποτε το ανατρεπτικό, λειτουργούν με έναν εξαιρετικά ριζοσπαστικό τρόπο. Γιατί αναμετριούνται με τα κεντρικά επίδικα της κατάστασης, με την καρδιά της στρατηγικής του αντιπάλου. Αποτελούν μεταβατικούς στόχους, γύρω από τους οποίους μπορούν να δημιουργηθούν συμμαχίες και μέτωπα που είναι αναγκαία για να αλλάξει ο σημερινός συσχετισμός. Είναι μεταβατικοί στόχοι όμως και με την έννοια ότι η υλοποίησή τους ισοδυναμεί με διαδικασία μεγάλων συγκρούσεων, με εγχώρια και διεθνή εμβέλεια, που ανοίγουν με έναν απτό τρόπο την προοπτική μιας γενικότερης κοινωνικής αλλαγής, του σοσιαλισμού.
Πριν, 30 Ιανουαρίου 2011
Το γεγονός ότι σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν προβάλλεται από την Αριστερά το αίτημα της εξόδου από το ευρώ, δεν περιορίζει αντικειμενικά την εμβέλεια του στόχου; Επίσης δεν υπονομεύει την αναγκαία διεθνιστική αλληλεγγύη;
Το γεγονός ότι, όπως σωστά επισημαίνεις στην ερώτησή σου, σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν προβάλλεται από φορείς της Αριστερά το αίτημα της εξόδου από το ευρώ, δείχνει κυρίως την έκταση της πολιτικής ανημπόριας και της στρατηγικής αμηχανίας στην οποία έχει σήμερα περιέλθει η ευρωπαϊκή Αριστερά. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο ευρώ, η στάση απέναντι στο ευρώ αποτελεί δείκτη της γενικότερης στάσης απέναντι στην ΕΕ. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως φαίνεται από τις θέσεις του ονομαζόμενου Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), στο οποίο συμμετέχουν οι περισσότερες δυνάμεις που κινούνται στα Αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας (με κύρια εξαίρεση τα ΚΚ Ελλάδας και Πορτογαλίας), πιστεύει ότι οι λύσεις πρέπει να βρεθούν εντός των πλαισίων της ΕΕ. Δεν εξηγεί βέβαια με ποιόν τρόπο μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και δεν βλέπει ότι, στον κόσμο της υπαρκτής ΕΕ στον οποίο ζούμε, όσο πιο “ευρωπαϊκή” είναι μια λύση, τόσο πιο αντιδραστική γίνεται. Πολύ απλά γιατί αυτό απορρέει από την ίδια τη δομή και το λόγο ύπαρξης της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”.
Να επισημάνω επίσης και το κυριότερο: αυτές οι δυνάμεις δεν αρνούνται μόνο να θέσουν θέμα ευρώ αλλά και στάσης πληρωμών προτείνοντας στόχους όπως επαναδιαπραγμάτευση. Αποφεύγουν δηλαδή να τοποθετηθούν ευθέως πάνω στο ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης του χρέους, άρα και του ποιός θα πληρώσει το κόστος της ζημίας σε περίπτωση παραγραφής του μεγαλύτερου μέρους του, και αν κάτι τέτοιο είναι όντως συμβατό με τα πλαίσια της ΕΕ και της ΟΝΕ. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο αν αυτού του τύπου οι προτάσεις ούτε πείθουν την κοινωνία, ούτε δυναμική υπέρ της Αριστεράς δημιουργούν.
Σ’αυτή τη λογική καλλιεργείται και η ιδέα ότι ο στόχος της εξόδου από το ευρώ, και γενικότερα οι μονομερείς κινήσεις όπως η στάση πληρωμών, πάσχουν από έλλειψη διεθνισμού, και, ότι ως εκ τούτου, αδυνατούν να λειτουργήσουν ως βάση σύγκλισης αριστερών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο. Πρέπει να αντιστρέψουμε το επιχείρημα: αυτό που αποδιοργανώνει κάθε ουσιαστικό διεθνισμό είναι η αποδοχή των πλαισίων της ΕΕ, για τη διατήρηση των οποίων οι εργαζόμενοι και οι λαοί όλων των χωρών μελών καλούνται να πληρώσουν ένα υπέρογκο τίμημα, με διαφορετικούς και άνισους έστω όρους. Ας μη ξεχνάμε το μακρόχρονο πάγωμα των μισθών και το ροκάνισμα του κοινωνικού κράτους που υφίστανται οι Γερμανοί εργαζόμενοι, προς χάρην της προώθησης των εξαγωγικών δυνατοτήτων της Γερμανίας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας που αποτελούν τα θεμέλια της ΟΝΕ. Γι αυτό και αντί να ευνοεί τη σύγκλιση και τη συννενόηση των λαών, η ΕΕ στρέφει τους μεν εναντίον των δε, ανασύροντας και διαδίδοντας κάθε είδους ρατσιστικά στερεότυπα (τα “γουρουνάκια”/PIIGS των χωρών της περιφέρειας, οι “τεμπέληδες” Ελληνες, κλπ).
Η Αριστερά έχει ζωτική ανάγκη από σοβαρή διεθνιστική στρατηγική, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη λογική της ρήξης με την ΕΕ και της πάλης για ένα ριζικά διαφορετικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ας εμπνευστούμε εδώ από το πως προωθήθηκαν διεθνιστικοί στόχοι στη Λατινική Αμερική από μια σειρά προοδευτικών κυβερνήσεων : ανατρέποντας τα σχέδια των ΗΠΑ για επέκταση της ζώνης ελεύθερου εμπορίου, ανακτώντας κρίσιμα εργαλεία άσκησης εθνικής πολιτικής και δημιουργώντας εναλλακτικούς θεσμούς συνεργασίας μεταξύ κρατών (τράπεζα του Νότου, Μπολιβαριανή Ενωση ALBA, κοινό τηλεοπτικό κανάλι), σε μια κατεύθυνση ολοκλήρωσης σε ηπειρωτική κλίμακα.
Για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους προκρίνεται η λύση της δημιουργίας Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ). Δεν υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η πρόταση να καταλήξει σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή – κολυμβήθρα αμαρτιών, μακριά από την συμμετοχή των εργαζομένων;
Ας διευκρινίσουμε κατ’αρχήν ότι σε καμμιά περίπτωση δε μιλάμε για κοινοβουλευτική επιτροπή, δηλαδή για υποχείριο των δύο κομμάτων που κυριαρχούν στο Κοινοβούλιο, αλλά για ανεξάρτητη επιτροπή, στην οποία θα έχουν όμως εκχωρηθεί αρμοδιότητες που θα της επιτρέπουν να προχωρήσει στο έργο της. Δηλαδή να έχει πρόσβαση στις δανειακές συμβάσεις και τους λογαριασμούς, να μπορεί να καλεί μάρτυρες κτλ.
Για να έχει αποτελεσματικότητα στον άμεσο στόχο της, τη διαφάνεια στο θέμα του δημόσιου χρέους, η ΕΛΕ πρέπει να συσπειρώσει δυνάμεις πέραν των γραμμών της Αριστεράς, ειδικούς σε μια σειρά από τομείς, προσωπικότητες ευρύτερης αποδοχής αλλά και εκπροσώπους κοινωνικών φορέων (συνδικάτα, επιστημονικοί συλλογοι). Για να λειτουργήσει όμως πολιτικά πρέπει να κινηθεί παράλληλα με την παρέμβαση από τα κάτω των κινημάτων, των εργατικών οργανώσεων και της αριστεράς, που οφείλουν να εκμεταλλευτούν αυτή τη δυνατότητα για ένα πολύ απλό λόγο: εκ των πραγμάτων, η ΕΛΕ θα λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός, θέτωντας υπό αμφισβήτηση συνολικά το χρέος, υποσκάπτωντας την ίδια τη νομινότητά του. Οπως πολύ σωστά τόνισε η Σοφία Σακοράφα σε πρόσφατη συνέντευξή της στο Δρόμο της Αριστεράς “η ΕΛΕ, επί της ουσίας, είναι ένα τακτικό βήμα στα όρια των αστικών θεσμών και της διαφάνειας και παράλληλα ένα στρατηγικό βήμα συγκρότησης ενός κινήματος με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά ».
Όλοι αυτοί οι στόχοι δεν δημιουργούν αυταπάτες ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο; Η Αριστερά και το εργατικό κίνημα τι ρόλο μπορούν να παίξουν σε αυτή τη διαδικασία;
Πολύ συχνά στην Αριστερά η συζήτηση γύρω από το θέμα της μεταρρύθμισης ή της ρήξης με τον καπιταλισμό τείνει να αποκτήσει έναν μεταφυσικό, μη-ιστορικό, χαρακτήρα, σα να υπάρχει από τη μια πλευρά το στρατόπεδο αυτών που λένε “θέλουμε έναν καλύτερο καπιταλισμό” και από την άλλη το επαναστατικό στρατόπεδο που λέει “εμείς θέλουμε να τον ανατρέψουμε”. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν γίνονται έτσι, οι ταξικές αντιθέσεις θέτουν συγκεκριμένα προβλήματα, γύρω από τα οποία αντιπαρατίθενται επιλογές, που στηρίζονται σε ένα συσχετισμό δύναμης, αλλά και τον τροποποιούν. Θέμα πολιτικής εξουσίας, δηλαδή ρήξης επαναστατικού χαρακτήρα, τίθεται σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης του κυρίαρχου μπλοκ και ανόδου των αγώνων, πάντα γύρω από τα επίδικα ζητήματα της συγκεκριμένης συγκυρίας. Δε βρισκόμαστε σε μια τέτοια κατάσταση σήμερα, κυρίως λόγω της αδύναμης θέσης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Παρά την ιστορική του χρεωκοπία, ο ταξικός αντίπαλος είναι σε θέση επίθεσης και διεξάγει με επιτυχία τον δικό του αγώνα. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει.
Για να το πούμε διαφορετικά, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα με πολύ μεγάλη ικανότητα προσαρμογής. Μπορεί να επιβιώσει, ακόμη και να αναπτυχθεί, κάνοντας παραχωρήσεις στους εργαζόμενους, όταν εξαναγκάζεται βέβαια να το κάνει από ένα συσχετισμό δύναμης. Το απέδειξε εξ’άλλου τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, σε ένα περιορισμένο τμήμα του πλανήτη είναι αλήθεια. Αυτό έχει βέβαια και ένα όριο, και εδώ βρίσκεται το νοήμα των κρίσεων: για να ανασυγκροτηθεί προς όφελος των ισχυρών, το σύστημα πρέπει να πάρει πίσω όλες αυτές τις παραχωρήσεις που έκανε στο παρελθόν. Σε τέτοιες συνθήκες, αιτήματα όπως η ατζέντα που προτάσσουμε για το θέμα του χρέους, που, σε άλλες εποχές μπορεί να μην είχαν τίποτε το ανατρεπτικό, λειτουργούν με έναν εξαιρετικά ριζοσπαστικό τρόπο. Γιατί αναμετριούνται με τα κεντρικά επίδικα της κατάστασης, με την καρδιά της στρατηγικής του αντιπάλου. Αποτελούν μεταβατικούς στόχους, γύρω από τους οποίους μπορούν να δημιουργηθούν συμμαχίες και μέτωπα που είναι αναγκαία για να αλλάξει ο σημερινός συσχετισμός. Είναι μεταβατικοί στόχοι όμως και με την έννοια ότι η υλοποίησή τους ισοδυναμεί με διαδικασία μεγάλων συγκρούσεων, με εγχώρια και διεθνή εμβέλεια, που ανοίγουν με έναν απτό τρόπο την προοπτική μιας γενικότερης κοινωνικής αλλαγής, του σοσιαλισμού.
Πηγή: http://aristerovima.gr/blog.php?id=1820
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου