Χαζεύω μια τηλεοπτική, lifestyle εποποιία. Όχι από τις κραχτές, αλλά απ’ αυτές που έχουν λίγο απ’ όλα: ολίγον υγεία, fitness, οικογένεια, κατανάλωση, ψυχαγωγία, ψυχολογία. Δεν έχει αστρολόγο.
Την προσοχή μου τραβάει μια παιδοψυχολόγος, που συνιστά να μην πιέζουμε τα παιδιά για τις επιδόσεις τους στο σχολείο. Και, κυρίως, να μην τα χρησιμοποιούμε ως τρόπαια της δικής μας ανταγωνιστικής διάθεσης. Η αποτυχία είναι στο πρόγραμμα, λέει η παιδοψυχολόγος. Και προειδοποιεί για τους κινδύνους που εγκυμονεί το πνεύμα του ανταγωνισμού στην ισορροπία των παιδιών.
Κοινότοπα πράγματα, τα λένε οι παιδοψυχολόγοι, τα παραδέχονται
και οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, παρ’ όλο που υπηρετούν ένα καθ’ όλα
ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το σχολείο πια δεν είναι μόνο ανομολόγητη
προσομοίωση του κοινωνικού ανταγωνισμού, αλλά διδάσκει τον ανταγωνισμό ως όρο
κάθε βήματος προόδου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αλλά και ως όρο επιβίωσής
της στο μέλλον. Η ανταγωνιστικότητα είναι ο θεμελιώδης μύθος πάνω στον οποίο
πρέπει να ανοικοδομηθεί η Ελλάδα, η «τελευταία σοβιετική δημοκρατία στην
Ευρώπη», η ανταγωνιστικότητα είναι ο στόχος όλων των «μεταρρυθμίσεων» και η
προϋπόθεση ανάκαμψης της οικονομίας, και είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει όλη
η Ευρώπη αν σκοπεύει να αντέξει στην πολιορκία της από τους αναδυόμενους
ανταγωνιστές της.
Το ιδεολόγημα του ανταγωνισμού είναι τόσο παλιό όσο και ο φιλελευθερισμός του Άνταμ Σμιθ. Μόνο που ο πατέρας του φιλελευθερισμού είχε κατά νου έναν ανταγωνισμό μεταξύ περίπου ισότιμων παραγωγών που προσέρχονταν σε μια αγορά ελεύθερη από παρεμβάσεις, με μόνο τους όπλο την ποιότητα και την τιμή των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούσαν. Αλλά ακόμη και αυτών ο ανταγωνισμός είχε ένα όριο: την προσέγγιση της «φυσικής τιμής» κάθε αγαθού γύρω από την οποία η αγορά έβρισκε ισορροπία. Ο Σμιθ δεν υποψιαζόταν στην εποχή του ότι ο «ενάρετος» ανταγωνισμός του, αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσε σ’ αυτό που ήθελε να αποτρέψει: στη συσσώρευση μονοπωλιακής δύναμης από λίγους «ενάρετους ανταγωνιστές». Ο αγαθός ανταγωνισμός του δεν υπήρξε παρά μια σύντομη παρένθεση στους τρεις αιώνες καπιταλισμού.
Έκτοτε, περίπου έτσι πορεύεται το οικονομικό μας σύμπαν. Ο
καθένας μόνος του και όλοι εναντίον όλων. Δύση εναντίον Ανατολής. Βορράς
εναντίον Νότου. Ευρώπη εναντίον ΗΠΑ. Κράτη εναντίον κρατών. Επιχειρήσεις
εναντίον επιχειρήσεων. Μισθωτοί εναντίον μισθωτών. Απασχολούμενοι εναντίον
ανέργων. Εργαζόμενοι εναντίον συνταξιούχων. Όλη η οικονομική «πρόοδος», η
μεγέθυνση, η ανάπτυξη που προέκυψε κατά τον «χρυσό αιώνα» του
νεοφιλελευθερισμού υποτίθεται ότι πήγασε από την απελευθερωτική δύναμη του
ανταγωνισμού. Ατόμων, ομάδων, κρατών, εθνών, συνασπισμών. Ο μόνος ανταγωνισμός
που αποκλείστηκε είναι ο ανταγωνισμός των τάξεων. Απαγορευμένος ή
περιορισμένος. Ακόμη και διά νόμου.
Αυτό το τελευταίο είναι και το θεμελιώδες «κενό» στο ιδεολόγημα του
γενικευμένου ανταγωνισμού, που προσπάθησε να βρει επιστημονικό καταφύγιο στη
φύση και στον ανταγωνισμό των ειδών, ερήμην του Δαρβίνου, φυσικά. Για να είναι
παραγωγικός ο ανταγωνισμός, πρέπει να αποβάλει το ιστορικά διαρκέστερο στοιχείο
του. Τον ανταγωνισμό των τάξεων για την κατανομή του πλούτου και της ισχύος.
Αυτό κυρίως υπονοούσε η Θάτσερ λέγοντας ότι «δεν υπάρχει κοινωνία». Ότι δεν
υπάρχουν τάξεις. Για την ακρίβεια ότι δεν πρέπει να υπάρχουν τάξεις. Ή, κι αν
υπάρχουν, τους απαγορεύεται να συμπεριφέρονται ως τέτοιες. Κι αυτό αφορούσε
κυρίως την εργατική τάξη, που, στα πρόσωπα των απεργών ανθρακωρύχων, υπέστη προ
τριακονταετίας το πρώτο ισχυρό πλήγμα στη συλλογική της έκφραση, με το ξήλωμα
της εργατικής νομοθεσίας στη Βρετανία. Οι μισθωτοί, στο εξής, όφειλαν να
ανταγωνίζονται απλώς ο ένας τον άλλο για τη διατήρηση της θέσης εργασίας τους,
γεγονός ευεργετικό για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, και ταυτόχρονα
να δρουν συλλογικά μόνο στο πλαίσιο της συνεργασίας των «κοινωνικών εταίρων».
Ο ηχηρός απόηχος αυτής της κραυγαλέας απόκλισης από το ιδεολόγημα του
ανταγωνισμού φτάνει ως τις μέρες μας και ως τα μέρη μας. Η μνημονιακή Ελλάδα
αποτελεί κατεξοχήν πεδίο του πιο ακραίου πειράματος της α λα καρτ απελευθέρωσης
του ανταγωνισμού. Η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης, που αποτελεί
πεμπτουσία του προγράμματος προσαρμογής, δεν είναι παρά η επιβολή ενός ακραίου
ανταγωνισμού εντός κάθε υποτελούς τάξης, με κύριο πεδίο τη μισθωτή εργασία,
στην οποία ο αρνητικός ανταγωνισμός των μισθών απελευθερώνεται από κάθε
κατώτατο όριο. Αυτό είναι το τίμημα της διατήρησης μιας θέσης εργασίας με τη
θηριώδη ανεργία 30%, το ίδιο ορίζεται και ως τίμημα για την ανάπτυξη.
Αλλά, την
ίδια ακριβώς στιγμή, αποκλείεται το δικαίωμα συλλογικού ανταγωνισμού των
τάξεων, η συλλογική διαπραγμάτευση για τον μισθό και τους όρους εργασίας, και
σ’ αυτό κατατείνει τώρα και η συζήτηση για τη «μεταρρύθμιση» της
συνδικαλιστικής νομοθεσίας. Στη θέση του ανταγωνισμού κεφαλαίου και εργασίας
που, κουτσά στραβά, επιβίωσε στον 20ό αιώνα αποτελώντας έναν από τους
παράγοντες διαμόρφωσης εισοδημάτων και ζήτησης, αναπτύσσεται μια ιδιότυπη,
καταναγκαστική «αλληλεγγύη» των τάξεων, στο όνομα της εθνικής ή πανευρωπαϊκής
επιβίωσης. Ο ατομικισμός, που αποτελεί ιδεολογικό πυρήνα του φιλελευθερισμού
και θεωρείται προωθητικό καύσιμο του πλούτου, όταν μιλούμε για μισθούς και
εισοδήματα μεταμορφώνεται σε κάτι δυσοίωνο, αντικοινωνικό και αντιπαραγωγικό,
που λειτουργεί εις βάρος των ανέργων, των φτωχότερων, των μελλουσών γενεών. Γι’
αυτό αποκλείεται κατά περίπτωση. Τελικώς, ο ατομικισμός και ο ανταγωνισμός
είναι προνόμια των πατρικίων. Για τους πληβείους επιβάλλεται καταναγκαστική
«αλληλεγγύη».
Κατά κάποιο τρόπο, αυτή είναι και μια χρήσιμη ομολογία. Ακόμη και για
τους φανατικά φιλελεύθερους που φιλοτεχνούν τα προγράμματα προσαρμογής,
φαίνεται ότι ο ανταγωνισμός και ο ατομικισμός έχουν εξαντλήσει την προωθητική
τους δύναμη στη δημιουργία πλούτου και προόδου.
Στο ελληνικό μνημονιακό
εργαστήριο μπορεί να «απελευθερώνονται» από κάθε φραγμό η επιχειρηματικότητα
και οι επενδύσεις, αλλά για να πέσει έστω κι ένα ευρώ επένδυσης θα πρέπει το
Μέγαρο Μαξίμου να μετατραπεί σε data room, όπου η
κυβέρνηση εκθέτει την πραμάτεια της και προσπαθεί να πείσει τους επενδυτές να
ρισκάρουν τα λεφτά τους. Μπορεί τα θεσμικά τείχη που υποτίθεται ότι εμπόδιζαν
τις επενδύσεις να κατεδαφίζονται, αλλά οι ξένοι «πολιορκητές» κάθονται
απρόθυμοι μπροστά στη θέα των ερειπίων. Μπορεί η τρόικα να έχει επιβάλει ένα
ανταγωνιστικό διαγωνιστικό πλαίσιο στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά
χρειάζεται να επιστρατευτούν πρόεδροι και πρωθυπουργοί κρατών, σαν τον Ολάντ
και τη Μέρκελ, για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον των εθνικών τους πρωταθλητών
για την ελληνική πραμάτεια. Αυτό δεν μου μοιάζει με ανταγωνισμό, αλλά με
εμποροπανήγυρη του 19ου αιώνα.
Τα πράγματα για τον ανταγωνισμό γίνονται ακόμη πιο σκούρα σε
γεωπολιτική κλίμακα. Ο «πόλεμος όλων εναντίον» όλων στην παγκόσμια οικονομία
δεν είναι τόσο πλουτοπαραγωγικός όσο υπόσχονταν οι οραματιστές του. Έπειτα από
δεκαετίες διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση κάθε αγοράς, οι G20 τρέμουν
στην ιδέα ενός νέου γύρου νομισματικών ή εμπορικών πολέμων και αναζητούν μορφές
συλλογικής, «αντι-ανταγωνιστικής» διαχείρισης. ΗΠΑ και Ε.Ε., έπειτα από
δεκαετίες δασμολογικών ανταγωνισμών, συζητούν τη δημιουργία ελεύθερης ζώνης
συναλλαγών, που πρακτικά δεν είναι άλλο από ένας ευρωατλαντικός προστατευτισμός
έναντι των ανταγωνιστών της Ασίας. Και το ίδιο κάνουν οι Λατινοαμερικανοί, οι
Ασιάτες, οι BRICS.
Η ίδια η Ε.Ε. -και η Ευρωζώνη- ενσωματώνει με ακραίο τρόπο την
αντίφαση. Ενώ επαίρεται ότι είναι η πιο ανταγωνιστική αγορά στον κόσμο, με
ακραίες ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών της, την ίδια στιγμή εξελίσσεται σε
πολιτική, δημοσιονομική και τραπεζική ένωση που αποκλείει ποικίλες μορφές φορολογικού,
δασμολογικού, επενδυτικού ανταγωνισμού.
Πού σταματάει ο ανταγωνισμός και πού αρχίζει η αλληλεγγύη των ανταγωνιστών; Το
δυσδιάκριτο σύνορο είναι ένα λεπτό σκοινί πάνω στο οποίο ακροβατεί επικίνδυνα η
ευρωκρατία.
Η Ε.Ε., η ένωση των ανελέητων ανταγωνιστών, ή θα εξελιχθεί σε
λεόντειο εταιρεία, μια γερμανική ή το πολύ βορειοευρωπαϊκή αυτοκρατορία, ή
απλώς θα διαλυθεί. Η κουλτούρα του ανταγωνισμού χρειάζεται επειγόντως λίθιο...
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η
γενναιόδωρη αμοιβή της εργασίας, όπως είναι το αποτέλεσμα της αύξησης του
πλούτου, έτσι είναι και η αιτία αύξησης του πληθυσμού. Το να παραπονιέται
κανείς γι’ αυτό σημαίνει ότι θρηνεί για το αναγκαίο αποτέλεσμα και την αιτία
της μεγαλύτερης δημόσιας ευημερίας.
σημ. Άνταμ Σμιθ, «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών»
Πηγή: Επενδυτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου