Σε ένα κρίσιμο, ιστορικής σημασίας, σημείο καμπής έχει οδηγηθεί η ελληνική οικονομία συμπληρώνοντας τρία χρόνια από την υιοθέτηση του πρώτου Μνημονίου, καθώς όλες μα όλες οι προβλέψεις έχουν ανατραπεί επί τα χείρω, χωρίς από την άλλη να διαφαίνεται καμία προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και τερματισμού του εφιάλτη αυτού.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: Η ανεργία, με βάση εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία, ξεπερνώντας το 30% και, αν περάσει η απαίτηση της τρόικας για 25.000 απολύσεις στο Δημόσιο φέτος, το ποσοστό των ανέργων θα προσλάβει εφιαλτικές διαστάσεις, καθώς το ένα κύμα απολύσεων στο Δημόσιο θα διαδέχεται το άλλο. Το διαθέσιμο εισόδημα ως αποτέλεσμα της περικοπής των μισθών και της αύξησης των φόρων έχει μειωθεί κατά 50% και θα υποστεί ακόμη μεγαλύτερη μείωση με την εφαρμογή των μέτρων του τρίτου Μνημονίου.
Τα έσοδα στα δημόσια και ασφαλιστικά ταμεία υπολείπονται σταθερά των στόχων και
οι αποκλίσεις θα αυξάνονται ακολουθώντας κατά πόδας την εξάπλωση της φτώχειας
και της ανεργίας, όσες ρυθμίσεις κι αν ανακοινώσουν.
Στον επιχειρηματικό χάρτη, όσες επιχειρήσεις δεν κλείσουν τους επόμενους μήνες λόγω
ανεπαρκούς ζήτησης θα διερευνούν τις οδούς ασφαλούς μεταφοράς είτε της έδρας
τους είτε της παραγωγής τους στο εξωτερικό (όπως έκαναν πρόσφατα και οι
σημαντικότερες από τις εναπομείνασες κερδοφόρες, όπως η ΦΑΓΕ, η 3Ε κ.ά.), με
δραματικά αποτελέσματα τόσο για τα δημόσια έσοδα όσο και για την απασχόληση,
εντείνοντας την οικονομική ερημοποίηση της Ελλάδας.Η δραματική αυτή κατάσταση που βιώνουμε είναι το αποτέλεσμα ενός αριστοτεχνικού -στην ακρίβεια του σχεδιασμού και της εφαρμογής του- σχεδίου διάσωσης των πιστωτών μας. Τράπεζες και κερδοσκόποι, που επί δεκαετίες απομυζούσαν τον ελληνικό προϋπολογισμό επιβάλλοντας εξωφρενικά επιτόκια (πολλαπλάσια, π.χ., των γερμανικών), μόλις είδαν τα πρώτα σύννεφα, ξεφόρτωσαν τα ομόλογα τους και εξαφανίστηκαν επιβάλλοντας εν είδει τιμωρίας το πιο βάρβαρο πρόγραμμα λιτότητας που έχει εφαρμοστεί στη Δυτική Ευρώπη.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι τι κάνουμε τώρα; Οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, ότι «πιάσαμε τον πάτο», άρα αρχίζει η ανοδική πορεία, δεν πείθουν, γιατί, ακόμη και να ισχύει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν είμαστε αντιμέτωποι με έναν κλασικό κύκλο (τύπου U ή ακόμη και V ), αλλά με μια παρατεταμένη ύφεση (τύπου L).Το ζητούμενο, δηλαδή, ήταν εξαρχής η ελληνική οικονομία να αλλάξει και ειδικότερα να κατέβει κατηγορία.
Ακατάλληλη για την Ελλάδα η νομισματική πολιτική
του ευρώ
Η μοναδική
δυνατότητα που έχει η Ελλάδα για να θέσει ξανά σε λειτουργία την οικονομική της
μηχανή, που αποτελεί και εκ των ων ουκ άνευ όρο για τη στήριξη των εισοδημάτων,
είναι να αποκτήσει τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής. Να
πάψουν, δηλαδή, η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, τα επιτόκια
και η συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος μας να καθορίζονται στη
Φρανκφούρτη, με κριτήρια που είναι άσχετα με την ελληνική πραγματικότητα και,
με βάση την πικρή εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, εξυπηρετούν τη γερμανική
οικονομία και κανέναν άλλο. Μόνο τότε μπορεί να κυκλοφορήσει ξανά χρήμα στην
αγορά και να ενισχυθεί η εσωτερική ζήτηση, που θα αυξήσει τον τζίρο και θα
τονώσει εκ νέου την απασχόληση.
Σήμερα, δημόσια ή ιδιωτικά, ομολογείται από παντού, τόσο από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης -αυτούς τουλάχιστον που δεν πίνουν στην υγεία της εσωτερικής υποτίμησης επάνω στα πτώματα όσων αυτοκτόνησαν- όσο κι από παράγοντες της αγοράς, ότι η νομισματική πολιτική που συνοδεύει το ευρώ είναι καταστροφική ή, πιο ήπια, ακατάλληλη για την Ελλάδα. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αρνητική επίδραση του ευρώ στην ελληνική οικονομία. Από κει και πέρα, οι μεν πρώτοι περιμένουν αλλαγή των ευρωπαϊκών συσχετισμών, στο ακαθόριστο μέλλον, για να γίνει η νομισματική πολιτική του ευρώ «πιο φιλική προς τους Νότιους χρήστες», ενώ οι άνθρωποι της αγοράς προσδοκούν τη βελτίωση άλλων μεγεθών (π.χ. ανταγωνιστικότητα) ώστε να ξεπεραστεί η αρνητική επίδραση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Ακόμη όμως κι αν θεωρήσουμε λογικό να περιμένουμε τις εκλογές στην Ολλανδία για να βελτιωθεί η νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα μας ή να οδηγούμε στην πείνα τούς όλο και λιγότερους εργαζόμενους για να αντισταθμιστεί η αρνητική επίδραση του ακριβού ευρώ, το ουσιώδες είναι πως ακόμη κι αυτοί οι στόχοι αποδεικνύονται σαν τον ορίζοντα: όσο πλησιάζουμε για να τους πιάσουμε τόσο απομακρύνονται! Και ταυτόχρονα ο εφιάλτης συνεχίζεται, με νέες -υγιείς μέχρι πρότινος!- επιχειρήσεις να κατεβάζουν ρολά και επιπλέον ανθρώπους να οδηγούνται στην αυτοκτονία, τσακισμένοι από τα χρέη ή από μια προοπτική επιβίωσης χωρίς αξιοπρέπεια.
Η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, ωστόσο -που συνιστά μόνο αιτία δεινών για τον άγριο νεοφιλελευθερισμό που κυριαρχεί σήμερα στην Ευρώπη-, αποτέλεσε το μέσο που έβγαλε από την κρίση όλες εκείνες τις χώρες που επέλεξαν να απαλλαγούν με δική τους πρωτοβουλία από το θανάσιμο εναγκαλισμό πιστωτών και ξενοκρατίας.
Η Αργεντινή και η Βενεζουέλα αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Αντίθετα με τις αυθαίρετες κυρίαρχες ερμηνείες, που θέλουν την επιστροφή τους στην ανάπτυξη να στηρίχθηκε στην άνοδο των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων (πετρέλαιο, μεταλλεύματα, δημητριακά, ρύζι κ.ά.), δηλαδή σε εξωγενείς και εντέλει τυχαίους παράγοντες, η επανεκκίνηση της οικονομίας τους προήλθε από τις αυξήσεις που έδωσαν σε χαμηλόμισθους και συνταξιούχους και επίσης από την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής, μιας στοχευμένης, δηλαδή, πολιτικής υποστήριξης κρίσιμων κλάδων της μεταποίησης.
Μόνο που για να εφαρμοστεί αυτή η πολιτική πρέπει το Νομισματοκοπείο να κόβει εθνικό χρήμα και οι νομισματικές Αρχές της χώρας να αποφασίζουν για όλες τις λεπτομέρειες.
Η τεράστια θετική επίδραση της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή μιας χώρας επιβεβαιώνεται επίσης αν στρέψουμε το βλέμμα μας και στις σκανδιναβικές χώρες, που με βάση πρόσφατο (2 Φεβρουαρίου) αφιέρωμα του βρετανικού περιοδικού Economist αποτελούν «το επόμενο σούπερ μοντέλο», όπως έγραφε από την πρώτη του κιόλας σελίδα. Σουηδία, Νορβηγία και Δανία όμως αν μπόρεσαν να περάσουν σχεδόν ανεπηρέαστες την κρίση του 2008 και να μην δεχτούν τους τριγμούς που υπέστησαν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και περισσότερο οι περιφερειακές της Ευρωζώνης, αυτό οφείλεται στο ότι διέθεταν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Μπορούσαν, δηλαδή, να ασκούν συσταλτική ή επεκτατική νομισματική πολιτική με βάση την πορεία του δικού τους οικονομικού κύκλου και όχι της αυτοκινητοβιομηχανίας Audi ή της Deutsche Bank... Το παράδειγμα των συγκεκριμένων σκανδιναβικών κρατών υπογραμμίζει δηλαδή ότι ακόμη και στην ευρωπαϊκή ήπειρο και, μάλιστα, ανεπτυγμένες οικονομίες μπορούν μια χαρά να επιβιώσουν χωρίς να έχουν εκχωρήσει τη νομισματική τους ανεξαρτησία στην ανεξέλεγκτη ΕΚΤ.
Σήμερα, δημόσια ή ιδιωτικά, ομολογείται από παντού, τόσο από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης -αυτούς τουλάχιστον που δεν πίνουν στην υγεία της εσωτερικής υποτίμησης επάνω στα πτώματα όσων αυτοκτόνησαν- όσο κι από παράγοντες της αγοράς, ότι η νομισματική πολιτική που συνοδεύει το ευρώ είναι καταστροφική ή, πιο ήπια, ακατάλληλη για την Ελλάδα. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αρνητική επίδραση του ευρώ στην ελληνική οικονομία. Από κει και πέρα, οι μεν πρώτοι περιμένουν αλλαγή των ευρωπαϊκών συσχετισμών, στο ακαθόριστο μέλλον, για να γίνει η νομισματική πολιτική του ευρώ «πιο φιλική προς τους Νότιους χρήστες», ενώ οι άνθρωποι της αγοράς προσδοκούν τη βελτίωση άλλων μεγεθών (π.χ. ανταγωνιστικότητα) ώστε να ξεπεραστεί η αρνητική επίδραση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Ακόμη όμως κι αν θεωρήσουμε λογικό να περιμένουμε τις εκλογές στην Ολλανδία για να βελτιωθεί η νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα μας ή να οδηγούμε στην πείνα τούς όλο και λιγότερους εργαζόμενους για να αντισταθμιστεί η αρνητική επίδραση του ακριβού ευρώ, το ουσιώδες είναι πως ακόμη κι αυτοί οι στόχοι αποδεικνύονται σαν τον ορίζοντα: όσο πλησιάζουμε για να τους πιάσουμε τόσο απομακρύνονται! Και ταυτόχρονα ο εφιάλτης συνεχίζεται, με νέες -υγιείς μέχρι πρότινος!- επιχειρήσεις να κατεβάζουν ρολά και επιπλέον ανθρώπους να οδηγούνται στην αυτοκτονία, τσακισμένοι από τα χρέη ή από μια προοπτική επιβίωσης χωρίς αξιοπρέπεια.
Η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, ωστόσο -που συνιστά μόνο αιτία δεινών για τον άγριο νεοφιλελευθερισμό που κυριαρχεί σήμερα στην Ευρώπη-, αποτέλεσε το μέσο που έβγαλε από την κρίση όλες εκείνες τις χώρες που επέλεξαν να απαλλαγούν με δική τους πρωτοβουλία από το θανάσιμο εναγκαλισμό πιστωτών και ξενοκρατίας.
Η Αργεντινή και η Βενεζουέλα αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Αντίθετα με τις αυθαίρετες κυρίαρχες ερμηνείες, που θέλουν την επιστροφή τους στην ανάπτυξη να στηρίχθηκε στην άνοδο των διεθνών τιμών των βασικών εμπορευμάτων (πετρέλαιο, μεταλλεύματα, δημητριακά, ρύζι κ.ά.), δηλαδή σε εξωγενείς και εντέλει τυχαίους παράγοντες, η επανεκκίνηση της οικονομίας τους προήλθε από τις αυξήσεις που έδωσαν σε χαμηλόμισθους και συνταξιούχους και επίσης από την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής, μιας στοχευμένης, δηλαδή, πολιτικής υποστήριξης κρίσιμων κλάδων της μεταποίησης.
Μόνο που για να εφαρμοστεί αυτή η πολιτική πρέπει το Νομισματοκοπείο να κόβει εθνικό χρήμα και οι νομισματικές Αρχές της χώρας να αποφασίζουν για όλες τις λεπτομέρειες.
Η τεράστια θετική επίδραση της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή μιας χώρας επιβεβαιώνεται επίσης αν στρέψουμε το βλέμμα μας και στις σκανδιναβικές χώρες, που με βάση πρόσφατο (2 Φεβρουαρίου) αφιέρωμα του βρετανικού περιοδικού Economist αποτελούν «το επόμενο σούπερ μοντέλο», όπως έγραφε από την πρώτη του κιόλας σελίδα. Σουηδία, Νορβηγία και Δανία όμως αν μπόρεσαν να περάσουν σχεδόν ανεπηρέαστες την κρίση του 2008 και να μην δεχτούν τους τριγμούς που υπέστησαν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και περισσότερο οι περιφερειακές της Ευρωζώνης, αυτό οφείλεται στο ότι διέθεταν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Μπορούσαν, δηλαδή, να ασκούν συσταλτική ή επεκτατική νομισματική πολιτική με βάση την πορεία του δικού τους οικονομικού κύκλου και όχι της αυτοκινητοβιομηχανίας Audi ή της Deutsche Bank... Το παράδειγμα των συγκεκριμένων σκανδιναβικών κρατών υπογραμμίζει δηλαδή ότι ακόμη και στην ευρωπαϊκή ήπειρο και, μάλιστα, ανεπτυγμένες οικονομίες μπορούν μια χαρά να επιβιώσουν χωρίς να έχουν εκχωρήσει τη νομισματική τους ανεξαρτησία στην ανεξέλεγκτη ΕΚΤ.
«Ντεμοντέ» ο ευρωπαϊσμός
Υπάρχουν,
ωστόσο, δύο επιπλέον λόγοι που καθιστούν απαραίτητη για την Ελλάδα την έξοδο
από το ευρώ με όρους κυρίαρχου κράτους. Με δική μας, δηλαδή, πρωτοβουλία. Ο
πρώτος λόγος σχετίζεται με το ανανεωμένο διεθνές ενδιαφέρον για την ανάπτυξη
της βιομηχανίας που απαιτεί αυξημένο ρόλο του κράτους και πιστώσεις.
Η Ελλάδα, συμμετέχοντας στη νεοφιλελεύθερη πλειοδοσία για λιγότερο κράτος, κινδυνεύει να μείνει έξω από έναν καταμερισμό εργασίας που μόλις τώρα μορφοποιείται, προς όφελος, φυσικά, των ισχυρών κρατών. Εντός της Ευρωζώνης ο ρόλος που της επιφυλάσσεται είναι εντελώς ασήμαντος και περιθωριακός!
Ο δεύτερος λόγος βάσει του οποίου προκρίνεται η απόκτηση εθνικού νομίσματος σχετίζεται με τις πολύ σημαντικές αλλαγές που κυοφορούνται στην Ευρωζώνη μετά το σαρωτικό αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών, όπου η πλειοψηφία των ψηφοφόρων απέρριψε τις επιλογές της Γερμανίας και φάνηκε να υιοθετεί -στην καλύτερη περίπτωση- κριτική στάση απέναντι στο ευρώ και στη λιτότητα. Πλέον, δηλαδή, δεν είναι και πολύ... της μόδας το να δηλώνεις φανατικός υπέρμαχος του «ευρωπαϊκού κανόνα», όπως κάνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Ο ευρωπαϊσμός, ταυτισμένος με τη λιτότητα και τη φτώχεια, έγινε ξαφνικά «ντεμοντέ». Σε αυτό το πλαίσιο αμφισβήτησης και κρίσης νομιμοποίησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος καθόλου δεν αποκλείεται η Ελλάδα να χαρακτηριστεί, για παράδειγμα, αποδιοπομπαίος τράγος και να προκριθεί η απομάκρυνση μας από τη Ζώνη του Ευρώ, λόγω της οικονομικής παρακμής και ενδεχομένως ταυτόχρονα με το νέο «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Στο βαθμό, όμως, που θα γίνει με όρους της Γερμανίας και των τραπεζιτών, τίποτε θετικό δεν θα σημάνει για την Ελλάδα.
Η απόφαση της επιστροφής στη δραχμή επομένως πρέπει να ληφθεί στο εσωτερικό της χώρας και -το σημαντικότερο ίσως- όχι από την οικονομική ελίτ των τραπεζιτών και των εφοπλιστών, όπως συμβαίνει σήμερα, που αδιαφορούν παντελώς για την ευρωστία της εσωτερικής αγοράς, την κοινωνική συνοχή -καθώς τα δικά τους κέρδη προέρχονται από εξωχώριες πηγές- και την ευημερία της κοινωνικής πλειοψηφίας. Τα διδάγματα και οι δραματικές εμπειρίες των τελευταίων ετών ας ελπίσουμε να συνέβαλαν ώστε το μέσα και οι στόχοι της οικονομικής πολιτική( να επανεξεταστούν χωρίς δογματισμούς και αγκυλώσεις. Η άλλη επιλογή είναι φτωχόποίηση, κατοχή και παρακμή.
Η Ελλάδα, συμμετέχοντας στη νεοφιλελεύθερη πλειοδοσία για λιγότερο κράτος, κινδυνεύει να μείνει έξω από έναν καταμερισμό εργασίας που μόλις τώρα μορφοποιείται, προς όφελος, φυσικά, των ισχυρών κρατών. Εντός της Ευρωζώνης ο ρόλος που της επιφυλάσσεται είναι εντελώς ασήμαντος και περιθωριακός!
Ο δεύτερος λόγος βάσει του οποίου προκρίνεται η απόκτηση εθνικού νομίσματος σχετίζεται με τις πολύ σημαντικές αλλαγές που κυοφορούνται στην Ευρωζώνη μετά το σαρωτικό αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών, όπου η πλειοψηφία των ψηφοφόρων απέρριψε τις επιλογές της Γερμανίας και φάνηκε να υιοθετεί -στην καλύτερη περίπτωση- κριτική στάση απέναντι στο ευρώ και στη λιτότητα. Πλέον, δηλαδή, δεν είναι και πολύ... της μόδας το να δηλώνεις φανατικός υπέρμαχος του «ευρωπαϊκού κανόνα», όπως κάνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Ο ευρωπαϊσμός, ταυτισμένος με τη λιτότητα και τη φτώχεια, έγινε ξαφνικά «ντεμοντέ». Σε αυτό το πλαίσιο αμφισβήτησης και κρίσης νομιμοποίησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος καθόλου δεν αποκλείεται η Ελλάδα να χαρακτηριστεί, για παράδειγμα, αποδιοπομπαίος τράγος και να προκριθεί η απομάκρυνση μας από τη Ζώνη του Ευρώ, λόγω της οικονομικής παρακμής και ενδεχομένως ταυτόχρονα με το νέο «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Στο βαθμό, όμως, που θα γίνει με όρους της Γερμανίας και των τραπεζιτών, τίποτε θετικό δεν θα σημάνει για την Ελλάδα.
Η απόφαση της επιστροφής στη δραχμή επομένως πρέπει να ληφθεί στο εσωτερικό της χώρας και -το σημαντικότερο ίσως- όχι από την οικονομική ελίτ των τραπεζιτών και των εφοπλιστών, όπως συμβαίνει σήμερα, που αδιαφορούν παντελώς για την ευρωστία της εσωτερικής αγοράς, την κοινωνική συνοχή -καθώς τα δικά τους κέρδη προέρχονται από εξωχώριες πηγές- και την ευημερία της κοινωνικής πλειοψηφίας. Τα διδάγματα και οι δραματικές εμπειρίες των τελευταίων ετών ας ελπίσουμε να συνέβαλαν ώστε το μέσα και οι στόχοι της οικονομικής πολιτική( να επανεξεταστούν χωρίς δογματισμούς και αγκυλώσεις. Η άλλη επιλογή είναι φτωχόποίηση, κατοχή και παρακμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου