9/4/13

Όσο ανθίζουν οι νεραντζιές...

Η Αθήνα ευωδιάζει άνθη νεραντζιάς

Η σκυθρωπή πόλη δωρίζει απλόχερα το πιο εκλεκτό άρωμα της Μεσογείου: νερολί. 

Γλυκό, μεθυστικό, και ταυτόχρονα λεπτό, μοναδικό. Οι φουντωτές νεραντζούλες των γκρίζων πεζοδρομίων σκορπάνε λευκά άνθη σε καπώ και παρμπρίζ, πάνω σε σέλες μοτοσυκλετών, σε φαγωμένα ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό στη Ναυαρίνου, σκορπάνε αιθέριο έλαιο που θεραπεύει την ένταση και το άγχος, που διασκεδάζει τον φόβο και την απαισιοδοξία, καταυγάζει τα πρόσωπα και διώχνει τις ρυτίδες.

Η παλέτα: βαθύ πράσινο του φυλλώματος, λευκό των ανθέων και των μπουμπουκιών, λαμπρό πορτοκαλί των πικρών καρπών. Υπό τη σκέπη γλαυκού ουρανού, με ελαφρά ψύχρα το πρωί και ήλιο που ξεπλένει κρίματα. Η Αθήνα δίδεται σε όποιον έχει τις αισθήσεις ανοιχτές.

Ένα ρίγος καθώς διελαύνεις το κέντρο: η ομορφιά της αιθρίας, το άρωμα της ανοίξεως, χύνονται σαν βάλσαμο στην αδυνατισμένη πόλη, στο κουρασμένο σώμα σου. Είναι αρκετά; Είναι ικανά να δυναμώσουν και να γιατρέψουν;
Ιπποκράτους, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αθηνάς, Ερμού, Άγιοι Ασώματοι. Το φως, οι νεραντζιές… 

Μπορούν; Ναι, μπορούν, να δυναμώσουν την όραση, να αλλάξουν την προοπτική, ώστε να δούμε τη δυσχέρεια σε ένα ιστορικό συνεχές. Ακούγεται παράδοξο, ίσως και παράλογο, ακούγεται σαν γλυκερός λυρισμός, σαν στερεοτυπική υποδοχή ανοίξεως, μοιρολατρική υποταγή στα τετελεσμένα, μια στιγμή μέθης απ’ το νερολί. Ίσως.

Ίσως να την αποζητούν αυτή την παρηγοριά το κουρασμένο σώμα κι ο φοβισμένος νους, γιατί την έχουν ανάγκη, μα σίγουρα δεν την επινοούν: τα αρώματα, το φως, ο βόμβος είναι εδώ, γύρω μας, παντού, είναι ύλη, έχουν υπόσταση και σώμα, είναι η ουσία της ζωής. Ιδού: καθώς αφήνεσαι, καθώς οι ύλες τυλίγουν το σώμα και εισχωρούν στον νου, η πόλη φανερώνει τις ιστορικές της ραφές: κάθε δρόμος, ναΐσκος και μνημείο περιέχεται σε ποιήματα, τραγούδια και διηγήσεις, μαζί με ανθρώπους που υπήρξαν εδώ και τραγούδησαν στον καιρό τους τον πόνο και το θαύμα. Να, εδώ που στέκεσαι στο πρωινό Θησείο είναι ο τόπος που έπαιξε ο δερβίσης το νάι το γλυκύ το πράον, νιώθεις ήδη τον ίσκιο του Παπαδιαμάντη, και μερικούς δρόμους παραπάνω ακούς θροΐσματα από τους ίσκιους του Ξενόπουλου, του Μητσάκη, του Ροΐδη. 

Όλοι εδώ γυρνούν, αιώνια επιστρέφουν, κι εσύ μαζί, μαζί με νυσταγμένους μαγαζάτορες, διαβάτες που κοντοστέκονται με ένα κύπελλο καφέ, σαστισμένοι από τη φωτοχυσία και τα άνθη νεραντζιάς που αναβλύζουν απ’ τα βάθη, από παντού και πάντα. Επιφάνεια.

Ένα άρωμα, ένα χρώμα, και μια ριπή ανέμου. Σε μια στιγμή σου φανερώνεται το παν. Υπάρχει ελπίδα...

πηγή: vlemma.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου