Κατηγορίες για χρήση
σκλάβων, ομαδικούς βιασμούς και καταστροφή του περιβάλλοντος αντιμετωπίζουν οι
καναδικές εταιρείες εξορύξεων.
του Αρη Χατζηστεφάνου
Για τους Αμερικάνους
είναι ο βαρετός βόρειος γείτονας, τον οποίο θαυμάζουν οι Δημοκρατικοί για το
σύστημα υγείας και μισούν οι Ρεπουμπλικάνοι για το κράτος πρόνοιας. Για τους
Ευρωπαίους είναι μια μάλλον αδιάφορη χώρα η οποία σπάνια απασχολεί τα νυχτερινά
δελτία ειδήσεων. Πίσω από τους καλοκάγαθους κατοίκους του Καναδά όμως κρύβεται
η μεγαλύτερη βιομηχανία εξορυκτικών δραστηριοτήτων του πλανήτη η οποία
κατηγορείται ότι συμπεριφέρεται σαν στυγνός αποικιοκράτης στις πιο αδύναμες χώρες του πλανήτη.
Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν από ομαδικούς βιασμούς γηγενών μέχρι την πρόκληση
ανυπολόγιστων περιβαλλοντικών καταστροφών που οδηγούν ολόκληρους πληθυσμούς
στην οικονομική εξαθλίωση.
Στις 26 Απριλίου ο
Καναδάς κλήθηκε στο «εδώλιο» του συμβουλίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ
κατηγορούμενος για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διάφορα σημεία του
πλανήτη. Συγκεκριμένα κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις της
Παγκόσμιας Περιοδικής Ανασκόπησης (UPR) ενός μηχανισμού που δημιουργήθηκε
το 2006 για να ελέγχει τη συμπεριφορά κυβερνήσεων σε καταγγελίες παραβίασης
ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αποτελεί φυσικά κοινό
μυστικό ότι για μεγάλες και ισχυρές οικονομίες της Δύσης το UPR δεν είναι τίποτα
περισσότερο από μια γραφειοκρατική ενόχληση καθώς ο ΟΗΕ δεν πρόκειται να
ασκήσει σοβαρές πιέσεις – όπως θα έκανε με αδύναμα αυταρχικά καθεστώτα της
Ασίας ή της υποσαχάρειας Αφρικής. Παρόλα αυτά η φετινή κλήση του Καναδά ενώπιον
της αρμόδιας επιτροπής του ΟΗΕ έδωσε την αφορμή σε αρκετές οργανώσεις να
συντάξουν πολυσέλιδα και βαρύτατα «κατηγορητήρια» για τη συμπεριφορά των
καναδικών επιχειρήσεων και τη στήριξη ή ανοχή που λαμβάνουν από την κυβέρνηση.
Ήδη από το 2009
οργανώσεις όπως η Human
Right Watch είχαν καταγγείλει τη συμπεριφορά υπαλλήλων καναδικών εταιρειών
εξόρυξης η οποία θύμιζε περισσότερο στρατεύματα κατοχής. Στην περίπτωση
ορυχείων στην Παπούα Νέα Γουινέα, υπάλληλοι καναδικής εταιρείας είχαν
πραγματοποιήσει ομαδικούς βιασμούς γυναικών. Η αμερικανική οργάνωση ανθρωπίνων
δικαιωμάτων εγκαλούσε άμεσα την κυβέρνηση του Καναδά ότι αδιαφορεί για τέτοιου
είδους περιστατικά και πως θα έπρεπε η ίδια να ασκεί έλεγχο στη συμπεριφορά των
εταιρειών της σε όλο τον κόσμο.
Αντίθετα η έκθεση της
HRW αποκάλυπτε την ύπαρξη ισχυρότατων επιχειρηματικών λόμπι από τις εταιρείες
εξόρυξης τα οποία ασκούσαν τρομακτικές πιέσεις στους διαδρόμους εξουσίας του
Καναδά. Χάρη και σε αυτά τα λόμπι οι αποφάσεις και οι προτάσεις που έχουν
κατατεθεί κατά καιρούς για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων αυτών των εταιρειών
καταλήγουν στο πλησιέστερο καλάθι των αχρήστων.
Πριν από μερικά χρόνια
το καναδικό Κέντρο για τη Μελέτη των Συγκρούσεων Φυσικών Πόρων συνέταξε μια
μυστική έρευνα για λογαριασμό καναδικών εταιρειών εξόρυξης, που αποδείκνυε ότι
ο Καναδάς πραγματοποιεί τα μεγαλύτερα, με διαφορά, εγκλήματα εναντίον του
περιβάλλοντος σε σχέση με όλες τις αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Η έκθεση
διέρρευσε τελικά στον Τύπο και προκάλεσε σάλο χωρίς όμως να αλλάξει τίποτα στην
πολιτική της καναδικής κυβέρνησης.
Όπως αποκάλυπτε προ
ημερών η εφημερίδα Guardian οι καναδικές επιχειρήσεις
δραστηριοποιούνται πολύ συχνά σε εμπόλεμες ζώνες ή οικονομικά κατεστραμμένες
περιοχές του πλανήτη όπου είναι πρακτικά αδύνατο για τον τοπικό πληθυσμό να
αντιδράσει στη συντελούμενη καταστροφή. Σύμφωνα πάντα με τον Guardian πολλοί
ακτιβιστές που τολμούν να υψώσουν τη φωνή τους απέναντι στις δραστηριότητες των
καναδικών επιχειρήσεων συχνά απειλούνται ή δολοφονούνται από ομάδες ενόπλων ή
από παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου.
Είναι χαρακτηριστικό
ότι κάτοικοι του Κογκό προσέφυγαν σε δικαστήριο στο Κεμπέκ κατηγορώντας την καναδική εταιρεία
Anvil Mining Limited ότι «προσέφερε επιμελητιακή υποστήριξη στο στρατό του
Κονγκό, ο οποίος σκότωσε τουλάχιστον 100 άτομα στην πόλη της Κίλβα, σε πολύ
μικρή απόσταση από τα ορυχεία χαλκού της εταιρείας. Το ανώτατο δικαστήριο του
Καναδά όμως έκρινε ότι δεν έχει αρμοδιότητα α εκδικάσει υπόθεση για καταγγελίες
που αφορούν το Κονγκό κλείνοντας έτσι το δρόμο για πολλές υποθέσεις καταπάτησης
ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εκκρεμούν σε διάφορες περιοχές του πλανήτη.
Σε άλλη έκθεσή της η Human Right Watch κατήγγειλε ότι η
καναδική εταιρεία Nevsun Resources Ltd χρησιμοποίησε σκλάβους για την
κατασκευή του ορυχείου της στην Ερυθρέα.
Ένα από τα ζητήματα που
προκύπτουν σε περιοχές της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής είναι οι
επιπτώσεις που έχει η εξόρυξη μεταλλευμάτων στον υδροφόρο ορίζοντα ολόκληρων
χωρών. Τα μεγάλα έργα εξόρυξης απαιτούν τεράστιες ποσότητες νερού, συχνά σε
περιοχές όπου ο πληθυσμός αντιμετωπίζει φαινόμενα παρατεταμένης λειψυδρίας. Σε
άλλες περιπτώσεις οι εταιρείες εξόρυξης μολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα
ρίχνοντας δεκάδες τόνους επικίνδυνων ουσιών. Οι καναδικές περιβαλλοντικές
οργανώσεις Earthworks και Mining Watch, σε πρόσφατη έρευνά τους ανακάλυψαν ότι
οι σχετικές δραστηριότητες μεγάλων εταιρειών έχουν ως αποτέλεσμα τουλάχιστον
180 τόνοι επικίνδυνων ουσιών να καταλήγουν σε λίμνες ποτάμια και θάλασσες σε
όλο τον κόσμο.
Σε αρκετές περιπτώσεις,
όπως στο Ελ Σαλβαδόρ όπου η πλειονότητα του πληθυσμού έχει μια και μοναδική
πηγή πόσιμου ύδατος, οι κάτοικοι κλήθηκαν να απαντήσουν ουσιαστικά στο ερώτημα
αν θέλουν να έχουν νερό οι μεταλλευτικές δραστηριότητες. Η απόφαση ήταν
προφανής και οδήγησε σε μορατόριουμ στην έκδοση αδειών εξόρυξης μεταλλευμάτων
ενώ αρκετές οργανώσεις πιέζουν για ολοκληρωτική απαγόρευση. Παρόμοια ήταν η
κατάσταση και στην Χιλή όπου κάτοικοι στην περιοχή της Ατακάμα ανάγκασαν την
κυβέρνηση να διακόψει τις δραστηριότητες της καναδικής εταιρείας Barrick Gold,
τα χρυσωρυχεία της οποία αποδείχθηκε ότι μόλυναν υπόγεια ύδατα και ύδατα
επιφανείας.
Ο πληθυσμός της Χιλής
έχει ιδιαίτερες ευαισθησίες σε θέματα ξένων εταιρειών εξόρυξης και συνδέει τις
δραστηριότητές του με την άμεση καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών. Μια
ιστορία που ξεκινά από το 1973 όταν ο αμερικανικός κολοσσός ΑΤΤ στήριξε το
πραξικόπημα του Πινοσέτ προκειμένου να ξαναπάρει τον έλεγχο των ορυχείων χαλκού
της χώρας που είχαν εθνικοποιηθεί από την κυβέρνηση Αλιέντε.
Απέναντι όμως σε αυτές
τις δικαστικές αποφάσεις οι καναδικές εταιρείες βρίσκουν ισχυρούς συμμάχους σε
διεθνείς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα. Στην περίπτωση του Ελ Σαλβαντόρ,
η καναδική εταιρεία Pacific Rim διεκδικεί αποζημίωση 315 εκατομμυρίων για το
γεγονός ότι δεν έλαβε άδεια λειτουργίας χρυσωρυχείου. Προκειμένου να παρακάμψει
μάλιστα μελλοντικά προβλήματα η κυβέρνηση του Καναδά επιχειρεί να συνάψει μια
λεόντειο διμερή εμπορική συμφωνία με το Ελ Σαλβαδόρ η οποία θα καθιστά αδύνατον
να απαγορευθούν τέτοιου είδους μεταλλευτικές δραστηριότητες. Αρκετές οργανώσεις
κάνουν λοιπόν λόγο για αποικιακού τύπου πολιτική του Καναδά. Επισημαίνουν
μάλιστα με νόημα ότι οι καναδικές εταιρείες καταφέρνουν τελικά να επιβάλλουν τη
θέλησή τους πολύ ευκολότερα σε περιοχές του πλανήτη με αδύναμους δημοκρατικούς
θεσμούς όπου πολιτικοί αλλά και μεγάλα μέσα ενημέρωσης μπορούν να «δελαστούν»
πολύ πιο εύκολα από την οικονομική ισχύ των καναδικών πολυεθνικών.
Η εξαγορά συνειδήσεων
και πολιτικής στήριξης υπήρξε πάντοτε ένας από τους βασικούς πυλώνες της
λεγόμενης νέας αποικιοκρατίας και όπως φαίνεται αρκετές καναδικές επιχειρήσεις
έχουν μετατραπεί σε… μετρ του είδους.
Πηγή: Επίκαιρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου