by Efor
Η πολιτική απάθεια είναι ένα φαινόμενο που απασχόλησε και απασχολεί πολλούς διανοούμενους και κοινωνικούς επιστήμονες. Αποτελεί παθολογικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας που χάνει την δημιουργικότητα της και σκάβει βαθειά τα θεμέλια του μαρασμού της.
Αν προσπαθούσαμε να δώσουμε ένα ορισμό της πολιτική απάθειας, θα λέγαμε ότι είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία οι άνθρωποι ως σύνολο παύουν να λειτουργούν ως ενεργά πολιτικά υποκείμενα, παύουν να θεωρούν εαυτούς ικανούς να αναλάβουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων που καθορίζουν την ζωή τους, τέλος, παύουν να γίνονται δημιουργοί νέων αξιών, εκφραστές μιας διαφορετικής κοινωνικής θέσμισης ή οραματιστές μιας ουτοπίας του «μη-είναι-ακόμη», αγνοώντας κάθε έννοια αυτονομίας. Αντίθετα ακολουθούν μια στάση η οποία είναι παθητική, εσωστρεφής, ατομικιστική ή όπως λέει και ο Κ. Καστοριάδης προτιμούν την «ησυχία από την ελευθερία».
Το φαινόμενο της πολιτικής απάθειας δεν εξηγείται μόνο με οικονομικούς και πολιτικούς όρους, αλλά έχει κυρίως ψυχολογική βάση.
Όπως φαίνεται και από την ίδια την ρίζα της λέξης, η «απάθεια» προέρχεται από το στερητικό α και το ουσιαστικό Πάθος. Η λέξη Πάθος, από το ρήμα πάσχω, στη φιλοσοφία έχει νόημα αρνητικό, δηλώνει την συναισθηματική προσκόλληση σε ένα αντικείμενο σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να χάνεται η κυριαρχία την λογικής σκέψης, κάτι που φυσικά οδηγεί στην ψυχική αδυναμία και στην εξάρτηση. Ειδικά οι θετικιστικές φιλοσοφίες και η θρησκευτική μεταφυσική θεωρούν τα πάθη ως ελαττώματα που πρέπει εξαλειφθούν προκειμένου να κυριαρχήσουμε στον εαυτό μας.
Αντίθετα στην ποίηση, στην λογοτεχνία, στην τέχνη, το πάθος έχει συνδεθεί με τον άκρατο ενθουσιασμό, την επιμονή στην επίτευξη ενός υψηλού στόχου, την ψυχική εκείνη διάθεση που οδηγεί στην υπέρβαση του εαυτού. Το πάσχειν έχει τραγική υπόσταση και προκαλεί στο κοινό δέος και σεβασμό για τον ήρωα που θυσιάζει και θυσιάζεται προκειμένου να πετύχει το στόχο του, ο οποίος δεν είναι στόχος εγωιστικός αλλά έχει μια κοινωνική και κοσμική διάσταση.
Επομένως, η διαλεκτική του πάθους αναδύει νέες μορφές• ενώ καταστρέφει το παλιό, δημιουργεί καινούργιες αξίες και νοηματοδοτεί εξ’ αρχής τον κόσμο. Το πεδίο όμως όπου το πάθος αναδεικνύει θετικά την δημιουργικότητα του είναι η Πολιτική. Η πολιτική ως η δημιουργία νέων θεσμών και όχι ως μικροκομματικό συμφέρον. Το πάθος στην πολιτική λοιπόν όταν εκφράζει καταστροφικότητα συνδέεται με την ανατροπή μιας κατεστημένης συνθήκης. Ακυρώνει την υπάρχουσα δομή μιας κοινωνίας και αμφισβητεί την κυρίαρχη εξουσία, συνάδει με το πρόταγμα της ελευθερίας και θέτει τα θεμέλια της επαναστατικής συνείδησης.
Όταν οι αρχαίοι Αθηναίοι ανέφεραν το «Αστυνόμους Οργάς» (το αστυνόμους εδώ δεν έχει καμία σχέση με τα γουρούνια, αλλά με τους νόμους του Άστεως και το Οργάς σημαίνει το πάθος, την έντονη θέληση για κάτι) εννοούσαν ακριβώς αυτό: την ενθουσιώδη ορμή για την θέσμιση των νόμων της πόλεως, ή πιο απλά την παθιασμένη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Δυστυχώς το συλλογικό «πολιτικό πάθος» δεν εκφράστηκε παρά σε ελάχιστες στιγμές της ιστορίας. Το βλέπουμε να κυριαρχεί στην δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνος, στις απαρχές της Γαλλικής επανάστασης, στις εργατικές εξεγέρσεις του 1848, στην Παρισινή κομμούνα του 1871, στη μεγάλη απεργία του 1905 στην Πετρούπολη της Ρωσίας, στα σοβιέτ του 1917 της επίσης αντιτσαρικής Ρωσίας, στην Ισπανικό εμφύλιο του 1936, το Μάη του 1968 και φυσικά σπέρματα του υπάρχουν σε πολλά αυτόνομα και αντι-εξουσιαστικά κινήματα της σημερινής εποχής.
Το ερώτημα όμως που αναδύεται είναι, γιατί το πάθος για το πολιτικό-κοινωνικό γίγνεσθαι να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα; Γιατί οι άνθρωποι αποτραβιούνται στην ιδιωτική τους ζωή και αφήνουν το κάθε τυχάρπαστο/ους να κατευθύνει/ουν τη μοίρα του; Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να μην αγωνίζονται για την χειραφέτηση τους, όταν απειλούνται τα πιο απλά, αλλά ζωτικά, συμφέροντα τους και το χειρότερο να επιδοκιμάζουν και να συναινούν στους αυταρχικούς κανόνες που τους επιβάλλονται.
Τι οδηγεί τον Βίλχελμ Ράϊχ να γράφει ..«ότι εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι γιατί κλέβει ο πεινασμένος ή γιατί απεργεί το θύμα της εκμετάλλευσης, ο εργάτης, αλλά γιατί δεν κλέβει και δεν απεργεί;» που φυσικά παραπέμπει στο συμπέρασμα: «Το κύριο ζήτημα δεν είναι να αποκτήσει ο πολίτης συνείδηση της κοινωνικής του ευθύνης – αυτό εξυπακούεται. Το ζήτημα είναι τι αναστέλλει, τι αναχαιτίζει τη συνειδητοποίηση της κοινωνικής του ευθύνης». Και για να μιλήσουμε για το σήμερα, τι είναι αυτό που οδηγεί εκατομμύρια ανθρώπους να θεωρούν παράφρονες και κομπλεξικούς αρχηγίσκους σαν τους μόνους ικανούς για την λύση των προβλημάτων τους και το ξεπέρασμα της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης;
Παραφράζοντας τον Νίτσε που λέει ότι πρέπει να γραφτεί μια ιστορία της «Φυσιολογίας της ηθικής», έτσι και εμείς σήμερα πρέπει να γράψουμε μια Φυσιολογία της Απάθειας. Ο Γάλλος Εtienne de la Βoetie (1530-1563), από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό στο έργο του «Πραγματεία περί εθελοδουλείας» (εκδ. Πανοπτικόν – 2002), αδυνατεί να κατανοήσει αυτό το φαινόμενο. Περιγράφει με γλαφυρό και κοροϊδευτικό τρόπο το πώς οι λαοί επιτρέπουν στον εαυτό τους να κυβερνώνται από ένα βασιλιά, ενώ θα μπορούσαν έτσι απλά, με το να μην θέλουν, να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση, χωρίς καν να χυθεί μια σταγόνα αίματος. Αναφέρει επίσης ότι οι άνθρωποι επιλέγοντας να ζουν σε αυταρχικές δομές δεν είναι ούτε άνθρωποι – καθώς η ελευθερία αποτελεί φυσική κατάσταση του είδους – αλλά ούτε και ζώα, γιατί ακόμα και τα ζώα όταν περιοριστεί η ελευθερία τους ή όταν βρίσκονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας αντιστέκονται τόσο έντονα που φτάνουν στο σημείο να αυτοτραυματίζονται.
Επομένως η απουσία πάθους για τη πολιτική ή αλλιώς, η διαστροφή του πάθους, με την αρνητική του σημασία, ως αδυναμία ελέγχου του εαυτού μας αλλά και ως ασυνείδητη επιθυμία που πάση θυσία πρέπει να ικανοποιηθεί, βασιλεύει στις εξουσιαστικές με καπιταλιστικό προσανατολισμό κοινωνίες. Στρέφεται σε υποκατάστατα και τρέφεται από αυτά, η δε δυναμική του είναι τέτοια που εύκολα αποκτά δομικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ο υπερβολικός καταναλωτισμός, η θρησκεία (ειδικά εδώ διαπιστώνουμε ένα παράλογο πάθος πολύ έντονο και διαδεδομένο που ξεπερνάει κάθε φαντασία), η προσήλωση στα κόμματα, το lifestyle και ο εμπορικός αθλητισμός (ποδόσφαιρο κλπ.).
Δεν θα ήταν παράλογο αν λέγαμε ότι ολόκληρη η οικονομία και η θέσμιση της βασίζεται σε αυτού του είδους τα αρνητικά πάθη. Το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας με όλες τις αλλοτριωτικές της συνέπειες αναλίσκεται ακριβώς πάνω στην παράλογη ικανοποίηση των παραπάνω ψευδο-αναγκών. Φαίνεται ότι το πάθος του οικονομισμού σκοτώνει το πάθος για ελευθερία. Δεν είναι δύσκολο επομένως να καταλάβουμε ότι αυτά τα πάθη καλλιεργούνται από την ίδια την κοινωνία που αναπόφευκτα δημιουργούν και τις αντίστοιχες δομές, την ιεραρχία, τις σχέσεις ανταγωνισμού και εξουσίας, για χάρη των οποίων οι άνθρωποι αναγκάζονται να θυσιάσουν κάθε έννοια πολιτικής χειραφέτησης και προτάγματος της αυτονομίας.
Την ίδια στιγμή, η κυρίαρχη εξουσία εκμεταλλευόμενη αυτή τη κατάσταση καλλιεργεί μέσα από την εκπαίδευση, την οικογένεια, τη θρησκεία και τα ΜΜΕ τα ατομικά υπερ-εγώ, τις ασυνείδητες δηλαδή παραστάσεις που έχουν υφή καταναγκασμού και που ταυτίζονται με τα παραπάνω πρότυπα ώστε να τα αναπαράγουν.
Οι Μαρξιστές δεν έδωσαν ποτέ σημασία στη κοινωνιολογία της απάθειας. Δεν αναγνώρισαν ποτέ αυτό το φαινόμενο, αν και υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να διαπιστώσουν ότι η απάθεια ως ένα βαθμό απορρέει από την αλλοτρίωση που γεννούν οι παραγωγικές σχέσεις. Μάλλον οι μαρξιστές ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για την κυριαρχία της πρωτοπορίας του κόμματος παρά για το πώς σκέφτονταν και αισθάνονταν οι μάζες ώστε να οδηγηθούν γρηγορότερα στην επανάσταση. Θεώρησαν την επανάσταση ως μια κοινωνική πρακτική που θα την έφερνε το πλήρωμα του χρόνου με γραμμικό και αιτιοκρατικό τρόπο.
Από την άλλη ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αν και γενικά θεωρεί ότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη φύση στο άνθρωπο, με την έννοια της αναλλοίωτης ουσίας, στα ώριμα έργα του πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάση οκνηρός, ότι από τη φύση του ρέπει σε συμπεριφορές που τον καθιστούν παθητικό και αδιάφορο. Προφανώς ο μεγάλος διανοητής της αυτονομίας κουράστηκε να αντικρίζει τους ανθρώπους να προτιμούν τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες και τα φανταχτερά αμάξια από τον αγώνα για την ελευθερία, που θα τους εξασφάλιζε όχι καλύτερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά την ίδια τη συμμετοχή τους στην διαμόρφωση των θεσμών, κάτι που αυτή τη στιγμή που μιλάμε γίνεται από μια ομάδα αμόρφωτων, κερδοσκόπων και πολιτικά ανίκανων εξουσιαστών. Κατέληξε δε σε αυτό το συμπέρασμα ύστερα από δεκαετίες αγώνων σε όλα τα επίπεδα.
Το ερώτημα λοιπόν τη πολιτικής απάθειας παραμένει ανοικτό και θα πρέπει να απασχολήσει όλους όσους θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Οφείλουμε να δούμε την κοινωνική επανάσταση όχι σαν μια αναλαμπή της ιστορίας που πραγματοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά ως διαδικασία θεσμική, ως πραγματικότητα της καθημερινής ζωής που συντελείται με αστείρευτη ενέργεια, δημιουργικότητα, φαντασία και φυσικά πάθος για ζωή και ελευθερία.
Η πολιτική απάθεια είναι ένα φαινόμενο που απασχόλησε και απασχολεί πολλούς διανοούμενους και κοινωνικούς επιστήμονες. Αποτελεί παθολογικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας που χάνει την δημιουργικότητα της και σκάβει βαθειά τα θεμέλια του μαρασμού της.
Αν προσπαθούσαμε να δώσουμε ένα ορισμό της πολιτική απάθειας, θα λέγαμε ότι είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία οι άνθρωποι ως σύνολο παύουν να λειτουργούν ως ενεργά πολιτικά υποκείμενα, παύουν να θεωρούν εαυτούς ικανούς να αναλάβουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων που καθορίζουν την ζωή τους, τέλος, παύουν να γίνονται δημιουργοί νέων αξιών, εκφραστές μιας διαφορετικής κοινωνικής θέσμισης ή οραματιστές μιας ουτοπίας του «μη-είναι-ακόμη», αγνοώντας κάθε έννοια αυτονομίας. Αντίθετα ακολουθούν μια στάση η οποία είναι παθητική, εσωστρεφής, ατομικιστική ή όπως λέει και ο Κ. Καστοριάδης προτιμούν την «ησυχία από την ελευθερία».
Το φαινόμενο της πολιτικής απάθειας δεν εξηγείται μόνο με οικονομικούς και πολιτικούς όρους, αλλά έχει κυρίως ψυχολογική βάση.
Όπως φαίνεται και από την ίδια την ρίζα της λέξης, η «απάθεια» προέρχεται από το στερητικό α και το ουσιαστικό Πάθος. Η λέξη Πάθος, από το ρήμα πάσχω, στη φιλοσοφία έχει νόημα αρνητικό, δηλώνει την συναισθηματική προσκόλληση σε ένα αντικείμενο σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να χάνεται η κυριαρχία την λογικής σκέψης, κάτι που φυσικά οδηγεί στην ψυχική αδυναμία και στην εξάρτηση. Ειδικά οι θετικιστικές φιλοσοφίες και η θρησκευτική μεταφυσική θεωρούν τα πάθη ως ελαττώματα που πρέπει εξαλειφθούν προκειμένου να κυριαρχήσουμε στον εαυτό μας.
Αντίθετα στην ποίηση, στην λογοτεχνία, στην τέχνη, το πάθος έχει συνδεθεί με τον άκρατο ενθουσιασμό, την επιμονή στην επίτευξη ενός υψηλού στόχου, την ψυχική εκείνη διάθεση που οδηγεί στην υπέρβαση του εαυτού. Το πάσχειν έχει τραγική υπόσταση και προκαλεί στο κοινό δέος και σεβασμό για τον ήρωα που θυσιάζει και θυσιάζεται προκειμένου να πετύχει το στόχο του, ο οποίος δεν είναι στόχος εγωιστικός αλλά έχει μια κοινωνική και κοσμική διάσταση.
Επομένως, η διαλεκτική του πάθους αναδύει νέες μορφές• ενώ καταστρέφει το παλιό, δημιουργεί καινούργιες αξίες και νοηματοδοτεί εξ’ αρχής τον κόσμο. Το πεδίο όμως όπου το πάθος αναδεικνύει θετικά την δημιουργικότητα του είναι η Πολιτική. Η πολιτική ως η δημιουργία νέων θεσμών και όχι ως μικροκομματικό συμφέρον. Το πάθος στην πολιτική λοιπόν όταν εκφράζει καταστροφικότητα συνδέεται με την ανατροπή μιας κατεστημένης συνθήκης. Ακυρώνει την υπάρχουσα δομή μιας κοινωνίας και αμφισβητεί την κυρίαρχη εξουσία, συνάδει με το πρόταγμα της ελευθερίας και θέτει τα θεμέλια της επαναστατικής συνείδησης.
Όταν οι αρχαίοι Αθηναίοι ανέφεραν το «Αστυνόμους Οργάς» (το αστυνόμους εδώ δεν έχει καμία σχέση με τα γουρούνια, αλλά με τους νόμους του Άστεως και το Οργάς σημαίνει το πάθος, την έντονη θέληση για κάτι) εννοούσαν ακριβώς αυτό: την ενθουσιώδη ορμή για την θέσμιση των νόμων της πόλεως, ή πιο απλά την παθιασμένη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Δυστυχώς το συλλογικό «πολιτικό πάθος» δεν εκφράστηκε παρά σε ελάχιστες στιγμές της ιστορίας. Το βλέπουμε να κυριαρχεί στην δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνος, στις απαρχές της Γαλλικής επανάστασης, στις εργατικές εξεγέρσεις του 1848, στην Παρισινή κομμούνα του 1871, στη μεγάλη απεργία του 1905 στην Πετρούπολη της Ρωσίας, στα σοβιέτ του 1917 της επίσης αντιτσαρικής Ρωσίας, στην Ισπανικό εμφύλιο του 1936, το Μάη του 1968 και φυσικά σπέρματα του υπάρχουν σε πολλά αυτόνομα και αντι-εξουσιαστικά κινήματα της σημερινής εποχής.
Το ερώτημα όμως που αναδύεται είναι, γιατί το πάθος για το πολιτικό-κοινωνικό γίγνεσθαι να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα; Γιατί οι άνθρωποι αποτραβιούνται στην ιδιωτική τους ζωή και αφήνουν το κάθε τυχάρπαστο/ους να κατευθύνει/ουν τη μοίρα του; Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να μην αγωνίζονται για την χειραφέτηση τους, όταν απειλούνται τα πιο απλά, αλλά ζωτικά, συμφέροντα τους και το χειρότερο να επιδοκιμάζουν και να συναινούν στους αυταρχικούς κανόνες που τους επιβάλλονται.
Τι οδηγεί τον Βίλχελμ Ράϊχ να γράφει ..«ότι εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι γιατί κλέβει ο πεινασμένος ή γιατί απεργεί το θύμα της εκμετάλλευσης, ο εργάτης, αλλά γιατί δεν κλέβει και δεν απεργεί;» που φυσικά παραπέμπει στο συμπέρασμα: «Το κύριο ζήτημα δεν είναι να αποκτήσει ο πολίτης συνείδηση της κοινωνικής του ευθύνης – αυτό εξυπακούεται. Το ζήτημα είναι τι αναστέλλει, τι αναχαιτίζει τη συνειδητοποίηση της κοινωνικής του ευθύνης». Και για να μιλήσουμε για το σήμερα, τι είναι αυτό που οδηγεί εκατομμύρια ανθρώπους να θεωρούν παράφρονες και κομπλεξικούς αρχηγίσκους σαν τους μόνους ικανούς για την λύση των προβλημάτων τους και το ξεπέρασμα της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης;
Παραφράζοντας τον Νίτσε που λέει ότι πρέπει να γραφτεί μια ιστορία της «Φυσιολογίας της ηθικής», έτσι και εμείς σήμερα πρέπει να γράψουμε μια Φυσιολογία της Απάθειας. Ο Γάλλος Εtienne de la Βoetie (1530-1563), από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό στο έργο του «Πραγματεία περί εθελοδουλείας» (εκδ. Πανοπτικόν – 2002), αδυνατεί να κατανοήσει αυτό το φαινόμενο. Περιγράφει με γλαφυρό και κοροϊδευτικό τρόπο το πώς οι λαοί επιτρέπουν στον εαυτό τους να κυβερνώνται από ένα βασιλιά, ενώ θα μπορούσαν έτσι απλά, με το να μην θέλουν, να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση, χωρίς καν να χυθεί μια σταγόνα αίματος. Αναφέρει επίσης ότι οι άνθρωποι επιλέγοντας να ζουν σε αυταρχικές δομές δεν είναι ούτε άνθρωποι – καθώς η ελευθερία αποτελεί φυσική κατάσταση του είδους – αλλά ούτε και ζώα, γιατί ακόμα και τα ζώα όταν περιοριστεί η ελευθερία τους ή όταν βρίσκονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας αντιστέκονται τόσο έντονα που φτάνουν στο σημείο να αυτοτραυματίζονται.
Επομένως η απουσία πάθους για τη πολιτική ή αλλιώς, η διαστροφή του πάθους, με την αρνητική του σημασία, ως αδυναμία ελέγχου του εαυτού μας αλλά και ως ασυνείδητη επιθυμία που πάση θυσία πρέπει να ικανοποιηθεί, βασιλεύει στις εξουσιαστικές με καπιταλιστικό προσανατολισμό κοινωνίες. Στρέφεται σε υποκατάστατα και τρέφεται από αυτά, η δε δυναμική του είναι τέτοια που εύκολα αποκτά δομικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα ο υπερβολικός καταναλωτισμός, η θρησκεία (ειδικά εδώ διαπιστώνουμε ένα παράλογο πάθος πολύ έντονο και διαδεδομένο που ξεπερνάει κάθε φαντασία), η προσήλωση στα κόμματα, το lifestyle και ο εμπορικός αθλητισμός (ποδόσφαιρο κλπ.).
Δεν θα ήταν παράλογο αν λέγαμε ότι ολόκληρη η οικονομία και η θέσμιση της βασίζεται σε αυτού του είδους τα αρνητικά πάθη. Το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας με όλες τις αλλοτριωτικές της συνέπειες αναλίσκεται ακριβώς πάνω στην παράλογη ικανοποίηση των παραπάνω ψευδο-αναγκών. Φαίνεται ότι το πάθος του οικονομισμού σκοτώνει το πάθος για ελευθερία. Δεν είναι δύσκολο επομένως να καταλάβουμε ότι αυτά τα πάθη καλλιεργούνται από την ίδια την κοινωνία που αναπόφευκτα δημιουργούν και τις αντίστοιχες δομές, την ιεραρχία, τις σχέσεις ανταγωνισμού και εξουσίας, για χάρη των οποίων οι άνθρωποι αναγκάζονται να θυσιάσουν κάθε έννοια πολιτικής χειραφέτησης και προτάγματος της αυτονομίας.
Την ίδια στιγμή, η κυρίαρχη εξουσία εκμεταλλευόμενη αυτή τη κατάσταση καλλιεργεί μέσα από την εκπαίδευση, την οικογένεια, τη θρησκεία και τα ΜΜΕ τα ατομικά υπερ-εγώ, τις ασυνείδητες δηλαδή παραστάσεις που έχουν υφή καταναγκασμού και που ταυτίζονται με τα παραπάνω πρότυπα ώστε να τα αναπαράγουν.
Οι Μαρξιστές δεν έδωσαν ποτέ σημασία στη κοινωνιολογία της απάθειας. Δεν αναγνώρισαν ποτέ αυτό το φαινόμενο, αν και υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να διαπιστώσουν ότι η απάθεια ως ένα βαθμό απορρέει από την αλλοτρίωση που γεννούν οι παραγωγικές σχέσεις. Μάλλον οι μαρξιστές ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για την κυριαρχία της πρωτοπορίας του κόμματος παρά για το πώς σκέφτονταν και αισθάνονταν οι μάζες ώστε να οδηγηθούν γρηγορότερα στην επανάσταση. Θεώρησαν την επανάσταση ως μια κοινωνική πρακτική που θα την έφερνε το πλήρωμα του χρόνου με γραμμικό και αιτιοκρατικό τρόπο.
Από την άλλη ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αν και γενικά θεωρεί ότι δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη φύση στο άνθρωπο, με την έννοια της αναλλοίωτης ουσίας, στα ώριμα έργα του πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάση οκνηρός, ότι από τη φύση του ρέπει σε συμπεριφορές που τον καθιστούν παθητικό και αδιάφορο. Προφανώς ο μεγάλος διανοητής της αυτονομίας κουράστηκε να αντικρίζει τους ανθρώπους να προτιμούν τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες και τα φανταχτερά αμάξια από τον αγώνα για την ελευθερία, που θα τους εξασφάλιζε όχι καλύτερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά την ίδια τη συμμετοχή τους στην διαμόρφωση των θεσμών, κάτι που αυτή τη στιγμή που μιλάμε γίνεται από μια ομάδα αμόρφωτων, κερδοσκόπων και πολιτικά ανίκανων εξουσιαστών. Κατέληξε δε σε αυτό το συμπέρασμα ύστερα από δεκαετίες αγώνων σε όλα τα επίπεδα.
Το ερώτημα λοιπόν τη πολιτικής απάθειας παραμένει ανοικτό και θα πρέπει να απασχολήσει όλους όσους θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Οφείλουμε να δούμε την κοινωνική επανάσταση όχι σαν μια αναλαμπή της ιστορίας που πραγματοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά ως διαδικασία θεσμική, ως πραγματικότητα της καθημερινής ζωής που συντελείται με αστείρευτη ενέργεια, δημιουργικότητα, φαντασία και φυσικά πάθος για ζωή και ελευθερία.
Πηγή: eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου