Από την «Ελευθερία» της Λάρισας
Κώστας Λαπαβίτσας
Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη
«Όσο αυξάνεται η ανεργία και χειροτερεύουν οι τραπεζικές πιστώσεις, τόσο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα για τις επενδύσεις. Υπάρχει κίνδυνος να λιμνάσει η ελληνική οικονομία για χρόνια». Το υποστηρίζει σήμερα στην «Ελευθερία» ο κ. Κώστας Λαπαβίτσας καθηγητής Οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Ο κ. Λαπαβίτσας ειδικεύεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα και την ιαπωνική οικονομία. Έχει δημοσιεύσει εκτενώς για θέματα πολιτικής οικονομίας του χρήματος και του πιστωτικού συστήματος.
Ποιοι οι λόγοι για τους οποίους οδηγούμαστε σε νέα μέτρα;
Ο κυριότερος λόγος είναι ότι ναυάγησε η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Παπανδρέου. Η λιτότητα έφερε βαθιά ύφεση, δηλαδή μείωση του ΑΕΠ κατά 4,5% το τελευταίο τρίμηνο, ανεργία 12,2% τον Αύγουστο με παράλληλη συρρίκνωση της απασχόλησης, σημαντική πτώση των εξαγωγών
τον Σεπτέμβριο, αδυναμία της κατανάλωσης, αδυναμία των επενδύσεων, υποχώρηση των πιστώσεων, αλλά και πληθωρισμό στο 5,2%. Οι εκτιμήσεις των ειδικών του Μνημονίου αποδεικνύονται τελείως λανθασμένες.
Η κυβέρνηση δεν μπόρεσε καν να πετύχει το στόχο μείωσης του ελλείμματος. Τα έσοδα υπολείπονται, πρώτον, λόγω της ύφεσης που έχει περιορίσει την αποδοτικότητα των έμμεσων φόρων και, δεύτερον, λόγω της υποτονικής λειτουργίας του φοροσυλλεκτικού μηχανισμού, ο οποίος αντιδρά στις μισθολογικές περικοπές, αλλά και στο διασυρμό που έχει υποστεί. Η αναθεώρηση των στοιχείων από τη Γιούροστατ έφερε το έλλειμμα στο 9,4% για το 2010, τελείως πέρα από τις προβλέψεις του Μνημονίου.
Παρά την αποτυχία της η κυβέρνηση επιμένει ότι θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο. Αυτό σημαίνει περαιτέρω περικοπές, ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ, που θα προστεθούν στην καταιγίδα των φόρων που ήδη προβλέπονται από το Μνημόνιο για το 2011. Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να πειράξει μισθούς και συντάξεις. Αμφιβάλλω πολύ ότι θα κρατήσει το λόγο της.
Αλλά ακόμη κι αν το κάνει, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά. Θα μειωθεί η δημόσια κατανάλωση και οι επενδύσεις, η ύφεση θα γίνει βαθύτερη και η ανεργία θα μεγαλώσει. Τα σχολεία, οι δρόμοι και κυρίως τα νοσοκομεία για τα οποία προβλέπονται τεράστιες περικοπές, θα εμφανίσουν τραγική εικόνα. Πρόκειται για πορεία διάλυσης του οικονομικού και κοινωνικού ιστού. Παράλληλα το άχθος του δημόσιου χρέους θα γίνεται σταδιακά μεγαλύτερο, χωρίς η Ελλάδα να αποκτά τη δυνατότητα αυτοδύναμης αποπληρωμής. Ήδη, μετά την αναθεώρηση, το χρέος πιθανώς να ξεπεράσει το 140% του ΑΕΠ για το 2010. Η χώρα φαίνεται να μπαίνει σε τροχιά αυτοκτονίας.
Γιατί δεν έρχεται η ανάπτυξη στη χώρα μας;
Το πρόβλημα της ανάπτυξης έχει να κάνει με την πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία οφείλεται στο μακροχρόνιο πάγωμα των μισθών στις χώρες του κέντρου της Ευρωζώνης και κυρίως στη Γερμανία. Την προηγούμενη δεκαετία η πτώση της ανταγωνιστικότητας δεν έγινε άμεσα αισθητή λόγω του φθηνού δανεισμού από το εξωτερικό, αλλά και της γιγάντωσης των εγχώριων τραπεζών. Φτιάχτηκε μια πλασματική εικόνα ευημερίας στηριγμένης στην υψηλή κατανάλωση. Η κρίση του 2007-9 αποκάλυψε όμως την πραγματική αδυναμία του ελληνικού κεφαλαίου.
Για να υπάρξει ανάπτυξη χρειάζεται να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Η βελτίωσή της εξαρτάται από το πώς θα κινηθούν οι μισθοί αλλά και η παραγωγικότητα της εργασίας. Δυστυχώς το Μνημόνιο έχει επιβάλει πολιτική που είναι βαθιά προβληματική στα θέματα αυτά και δεν ευνοεί την ανάπτυξη.
Από τη μια, επιφέρει μείωση μισθών. Προσπαθεί δηλαδή να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα με τον βαρβαρότερο τρόπο. Το πρόβλημα όμως είναι ότι λιτότητα έχει επιβάλει και η υπόλοιπη Ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Άρα και οι ευρωπαϊκοί μισθοί πιέζονται προς τα κάτω. Δεν υπάρχει λοιπόν προοπτική ουσιαστικής βελτίωσης της ελληνικής θέσης, παρά το τεράστιο κόστος για τους εργαζόμενους.
Από την άλλη, επιχειρεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα μέσω της απελευθέρωσης των αγορών και της συρρίκνωσης του κράτους. Πρόκειται για τις πλέον συντηρητικές ιδέες στην οικονομική θεωρία, οι οποίες έχουν δυστυχώς επανακάμψει πρόσφατα. Ακούγεται όλο και πιο έντονα η άποψη ότι για να βγουν οι οικονομίες από την κρίση θα πρέπει να συρρικνωθεί το δημόσιο, ανοίγοντας το δρόμο για τη μεγέθυνση του ιδιωτικού τομέα. Πρωταγωνιστής είναι ο Αλμπέρτο Αλεσίνα, καθηγητής του Χάρβαρντ, γνωστός για τις νεοφιλελεύθερες αναλύσεις του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΔΝΤ έχει τηρήσει κριτική στάση απέναντι στις θέσεις του Αλεσίνα. Η Ε.Ε. είναι πολύ πιο σκληρή από το ΔΝΤ στο θέμα αυτό και πιέζει αφόρητα την Ελλάδα.
Η κυβέρνηση ήδη προχωρεί σε τέτοια μέτρα με τις περικοπές δαπανών, την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και τις εξαγγελίες για τις ΔΕΚΟ. Πρόκειται για τραγική επιλογή που δεν πρόκειται να φέρει ανάπτυξη. Απεναντίας, η απότομη σμίκρυνση του κράτους και το ξαφνικό άνοιγμα των μεταφορών, των φαρμακείων, κ.λπ., πιθανόν να συμπαρασύρει προς τα κάτω και τον ιδιωτικό τομέα. Πλήθος ιδιωτικών επιχειρήσεων στηρίζονται στην κρατική ζήτηση και θα χτυπηθούν αν αυτή μειωθεί. Το ξαφνικό άνοιγμα των επαγγελμάτων μέσα σε συνθήκες ύφεσης θα μεγαλώσει την ανασφάλεια. Όσο αυξάνεται η ανεργία και χειροτερεύουν οι τραπεζικές πιστώσεις, τόσο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα για τις επενδύσεις. Υπάρχει κίνδυνος να λιμνάσει η ελληνική οικονομία για χρόνια.
Δεν θα έχουμε όμως αναπτυξιακά οφέλη από τη συμμετοχή μας στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη;
Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωζώνη είναι σφάλμα ιστορικών διαστάσεων που τη συνθλίβει. Η Ευρωζώνη παρουσιάστηκε ως απάνεμο λιμάνι και πεδίο σύγκλισης με τον πλούσιο βορρά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μηχανισμό δημιουργίας πλεονασμάτων για το κέντρο - ιδίως για την Γερμανία - και ελλειμμάτων για την περιφέρεια.
Η Ελλάδα υποφέρει από την πολύ υψηλή ισοτιμία με την οποία μπήκε στο σύστημα. Πιέζεται ακόμη από την απώλεια νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, από τα δεσμά του Συμφώνου Σταθερότητας και από τις δομικές πιέσεις στην αγορά εργασίας. Δεν αποφεύχθηκαν οι βαθύτατες κρίσεις, ενώ η Ε.Ε. μας δάνεισε με εξαιρετικά επαχθείς όρους και μόνον όταν υπήρξε μεγάλος κίνδυνος για τις τράπεζες του κέντρου από μια πιθανή ελληνική χρεοκοπία.
Όλες οι αλλαγές που έχουν λάβει χώρα στην Ευρωζώνη από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά είναι σε ακόμη πιο συντηρητική κατεύθυνση. Το αποκορύφωμα ήταν η τελευταία πρόταση της κ. Μέρκελ για μόνιμο μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων όπου μέρους του κόστους θα επωμίζονται και οι ιδιωτικές τράπεζες. Δεν μπορεί κανείς βεβαίως να της προσάψει το ότι θέλει να αναγκάσει και τους άφρονες δανειστές και κερδοσκόπους να σηκώσουν μέρος του κόστους. Αλλά το αποτέλεσμα θα είναι η θεσμοθέτηση μόνιμης διαφοράς ανάμεσα στα επιτόκια δανεισμού των χωρών του κέντρου και της περιφέρειας. Η χώρα μας δηλαδή θα δανείζεται με σαφώς υψηλότερο επιτόκιο από τις χώρες του κέντρου. Άρα δεν θα απομείνει απολύτως κανένας θετικός λόγος για να συνεχίσει να ανήκει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Είναι άμεση ανάγκη να επανεξετάσει η ελληνική κοινωνία τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη, αν θέλει να αντιμετωπίσει την κρίση και να μπει σε τροχιά ανάπτυξης.
Μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους, αν είναι έτσι τα πράγματα;
Θέλω καταρχήν να τονίσω ότι το χρέος είναι άμεσα συνδεμένο με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Όσο έπεφτε η ανταγωνιστικότητα, τόσο μεγάλωνε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών με το εξωτερικό. Άρα έπρεπε η χώρα να δανείζεται από τις τράπεζες του κέντρου για να καλύπτει το εξωτερικό της έλλειμμα. Παράλληλα γιγαντώθηκαν και οι ελληνικές τράπεζες που δάνειζαν για κατανάλωση και άλλα. Ο μεγάλος όγκος του δανεισμού στην χώρα μας είναι ιδιωτικός και όχι δημόσιος. Το ίδιο συνέβη και στις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας. Στη ρίζα του περιφερειακού χρέους βρίσκεται το ευρώ.
Το χρέος που έχει πλέον συσσωρεύσει η Ελλάδα αποκλείεται να αποπληρωθεί αυτοδύναμα, ό,τι κι αν λέει ο κ. Παπανδρέου. Δεν είναι δυνατόν μια χώρα με ποσοστά χρέους που θα φτάσουν ίσως στο 170%-180% του ΑΕΠ στο άμεσο μέλλον, και με τις προοπτικές ανάπτυξης που έχει επιβάλει η Ευρωζώνη, να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές. Το πρώτο βήμα για την ουσιαστική αντιμετώπιση του χρέους θα πρέπει λοιπόν να είναι η ευθεία παραγραφή του. Εμμέσως πλην σαφώς και η ίδια η κυβέρνηση το αποδέχεται, δεδομένου ότι συχνά αναφέρεται στην αναδιάρθρωση.
Η αναδιάρθρωση όμως του χρέους δεν αποτελεί πανάκεια από μόνη της. Εξαρτάται από το πώς θα γίνει και κυρίως από το αν θα υπάρξει πρωτοβουλία από πλευράς του δανειζόμενου, με διαφάνεια και συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων. Η επιμήκυνση την οποία συζητάει η κυβέρνηση Παπανδρέου είναι ένα ακόμη παράδειγμα εσφαλμένης πολιτικής που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των τραπεζών και όχι της κοινωνίας. Δεν θα ελαττώσει ουσιαστικά το βάρος του χρέους, ενώ θα επιτρέψει σε διάφορους τραπεζικούς μεσολαβητές να πραγματοποιήσουν μεγάλα κέρδη. Υπάρχει ακόμη κίνδυνος να μεταβάλλει το νομικό καθεστώς του χρέους, που έχει συναφθεί υπό το ελληνικό δίκαιο κατά 90%. Αν το χρέος τεθεί υπό το αγγλικό ή το αμερικανικό δίκαιο, κερδισμένοι θα βρεθούν οι δανειστές διότι το νομικό πλαίσιο θα μεροληπτεί υπέρ αυτών. Κάτι τέτοιο θα κάνει μια μελλοντική παραγραφή του χρέους πολύ πιο δύσκολη.
Τι πρέπει τότε να γίνει για να αντιμετωπιστεί το χρέος;
Νομίζω ότι θα χρειαστεί, πρώτον, η χώρα να προχωρήσει σε μονομερή παύση πληρωμών ώστε να αναλάβει η ίδια την πρωτοβουλία των κινήσεων. Θα πρέπει κατόπιν να υπάρξει πλήρης διαφάνεια, δηλαδή να ανοίξουν τα αρχεία τους το Υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδας ώστε να δει η κοινωνία τι πραγματικά συμβαίνει με το χρέος. Ποιο μέρος είναι απεχθές, ποιο παράνομο, ποιο παράτυπο; Ποιος έχει ευθύνες για θέματα όπως οι άκρως προβληματικές σχέσεις του δημοσίου με τράπεζες όπως η Γκόλντμαν Σακς τη δεκαετία που μας πέρασε; Θα πρέπει οι εργατικές οργανώσεις και η κοινωνία των πολιτών να λάβουν άμεση γνώση για να δούμε γρήγορα τι δεν πρόκειται να αποπληρωθεί.
Σε αυτή τη βάση, θα πρέπει η Ελλάδα να προχωρήσει σε συνολική αναδιαπραγμάτευση, υπό την ελληνική νομοθεσία, με την προοπτική να υπάρξει ουσιαστικό «κούρεμα» των τραπεζών που κατέχουν το μεγάλο μέρος του χρέους. Αν κρίνουμε από την πρόσφατη εμπειρία άλλων χωρών, το «κούρεμα» δύσκολα θα είναι μικρότερο του 50%-60%. Θα εξαρτηθεί βέβαια από το τι θα δείξουν τα βιβλία, αλλά η επιδίωξη θα πρέπει να είναι η ταχύτερη δυνατόν συμφωνία με τις τράπεζες-δανειστές.
Να τονίσω ότι όσο περισσότερο καθυστερεί η Ελλάδα, τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται το πρόβλημα. Αφενός, ο όγκος του χρέους θα μπαίνει σταδιακά κάτω από ξένη νομοθεσία δεδομένου ότι η χώρα θα συνεχίσει να παίρνει τα καταστροφικά δάνεια του Μνημονίου τα οποία προφανώς δεν εμπίπτουν στο ελληνικό δίκαιο. Αφετέρου, οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες θα βελτιώνουν σταδιακά τη θέση τους και άρα θα γίνουν πολύ σκληρότεροι διαπραγματευτές.
Η μονομερής παύση πληρωμών θα κάνει βέβαια την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές πολύ δύσκολη. Να θυμίσω όμως ότι η Ελλάδα είναι ήδη αποκλεισμένη από τις αγορές και δεν υπάρχει ρεαλιστική προοπτική αυτοδύναμης επιστροφής, παρά τις μονίμως αισιόδοξες διαβεβαιώσεις του κ. Παπακωνσταντίνου. Η χώρα θα μπορέσει να επιστρέψει αυτοδύναμα μόνο όταν τακτοποιήσει τα του οίκου της. Αυτό σημαίνει ουσιαστική παραγραφή του χρέους, πράγμα που μεσοπρόθεσμα θα το δεχτούν οι αγορές γιατί η μνήμη τους είναι βραχεία. Και επειδή πολλά λέγονται για τις καταστροφικές συνέπειες της παύσης πληρωμών ως προς τη διεθνή θέση της Ελλάδας, να πω ότι η Αργεντινή, παρότι «κούρεψε» τους πιστωτές της βαθιά και μονομερώς, έγινε μέλος του G20.
Η παραγραφή του χρέους και το «κούρεμα» των τραπεζών δεν θα δημιουργήσει προβλήματα όσον αφορά στη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη;
Το θέμα της συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη θα τεθεί ευθέως. Όπως ήδη ανέφερα, το ευρώ βρίσκεται στην καρδιά του ελληνικού προβλήματος. Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να βάλει την οικονομία της σε πιο παραγωγική βάση αν δεν βγει από την Ευρωζώνη. Μια τέτοια κίνηση ενέχει βέβαια κινδύνους, δημιουργεί όμως προοπτικές ανάπτυξης και βαθιάς κοινωνικής αλλαγής.
Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα πρέπει να γίνει χωρίς προηγούμενη ανακοίνωση ώστε να αποφευχθεί κατά το δυνατόν η διαρροή κεφαλαίου στο εξωτερικό. Θα πρέπει ακόμη να κλείσουν οι τράπεζες για σύντομο χρονικό διάστημα ώστε να μην υπάρξει πανικός των καταθετών. Η επιστροφή στη δραχμή, αλλά και η παραγραφή του χρέους, θα δημιουργήσει βεβαίως προβλήματα στις τράπεζες που θα πρέπει αμέσως να τεθούν υπό δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία ώστε να προστατευτούν οι καταθέσεις. Ο δημόσιος έλεγχος θα επιτρέψει όμως στις τράπεζες να αρχίσουν ξανά να χρηματοδοτούν τον παραγωγικό τομέα που τώρα ασφυκτιά. Θα μπουν έτσι οι βάσεις για τη συνολική αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού.
Η αλλαγή του νομίσματος θα φέρει σοκ στην αγορά και για ένα διάστημα θα υπάρξουν παράλληλες τιμές σε ευρώ και σε δραχμές. Θα υπάρξει επίσης υποτίμηση και άρα τόνωση των εξαγωγών που είναι απολύτως απαραίτητη. Θα ανέβουν όμως και οι τιμές των εισαγομένων, ιδίως του πετρελαίου, άρα θα χρειαστεί κρατική παρέμβαση για την εγγύηση της λειτουργίας μεγάλου φάσματος επιχειρήσεων. Θα χρειαστεί επίσης κρατική παρέμβαση για τη στήριξη του λαϊκού εισοδήματος, πράγμα που σημαίνει αναδιανομή μέσω φορολογίας και μισθολογικής πολιτικής.
Όσο για τα δημόσια ελλείμματα, η εμπειρία δείχνει ότι εξαλείφονται σε σύντομο χρονικό διάστημα εφόσον η χώρα μπει σε διαδικασία ανάκαμψης. Για ένα διάστημα μετά την έξοδο από το ευρώ θα μπορεί εξάλλου το κράτος να καλύπτει τις ανάγκες του με την έκδοση νομίσματος. Μεσοπρόθεσμα θα πρέπει βεβαίως να υπάρξει δραστική αλλαγή του φορολογικού συστήματος ώστε να συμπεριλάβει τους πλούσιους και το κεφάλαιο. Είναι προφανές, τέλος, ότι απαιτείται εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κράτους, κάθαρση, διαφάνεια και δημοκρατικός έλεγχος από τα κάτω.
Τα μέτρα αυτά δεν είναι καθόλου ακραία, αν αναλογιστούμε το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί η Ελλάδα. Η τωρινή πολιτική επιβάλλει τρομακτικό κόστος, ενώ παράλληλα οδηγεί τη χώρα στη χρεοκοπία. Η ιθύνουσα τάξη της Ελλάδας μοιάζει παραλυμένη και τρομοκρατημένη από το μέγεθος του προβλήματος. Τα λαϊκά στρώματα θα πρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία εξόδου από την κρίση αποδεχόμενα και το αναπόφευκτο κόστος. Η παύση πληρωμών και η έξοδος από το ευρώ μπορούν να βάλουν τη χώρα σε άλλη τροχιά ανάπτυξης, αλλάζοντας παράλληλα την κοινωνική ισορροπία υπέρ της εργασίας και κατά του κεφαλαίου. Το ιστορικό λάθος της εισόδου στην Ευρωζώνη μπορεί να διορθωθεί από την εργατική τάξη, δημιουργώντας πολύ καλύτερες συνθήκες για την κοινωνική εξέλιξη προς όφελος των πολλών.
Πού οδηγείται τελικά η Ευρώπη; Έχει μέλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η Ευρώπη σταδιακά μεταλλάσσεται σε δευτερεύοντα παράγοντα του παγκοσμίου συστήματος. Πρόκειται για γιγαντιαία αποτυχία του κυρίαρχου νεοφιλελευθερισμού στην ήπειρο, αλλά και για μια ακόμη αποτυχία της Γερμανίας, η οποία και πάλι φαίνεται ότι δεν κατέχει το μυστικό της αυτοκρατορίας. Η Ευρωζώνη είναι απολύτως μη βιώσιμη με τη σημερινή μορφή της. Όλα δείχνουν επίσης ότι δεν επιδέχεται μεταρρύθμιση, ούτε υπέρ των πολλών, ούτε υπέρ των φτωχότερων. Οι περιφερειακές χώρες αντιμετωπίζουν την προοπτική μόνιμης λιτότητας, η οποία θα συνεχίσει να αποφέρει καθαρά οφέλη στη Γερμανία. Το μέλλον τους περιλαμβάνει υψηλή ανεργία, χαμηλή ανάπτυξη, μείωση των εισοδημάτων και κοινωνική σκληρότητα.
Δεδομένου ότι η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, ακόμη και η Ιταλία, αντιμετωπίζουν τεράστιο όγκο χρέους, στην πράξη θα βρεθούν αντιμέτωπες με την παύση πληρωμών. Οι κίνδυνοι για τις τράπεζες του κέντρου είναι θανάσιμοι, καθώς τα ποσά είναι πολύ μεγάλα. Ήδη η Ιρλανδία αναγκάζεται να ακολουθήσει τα βήματα της Ελλάδας και να αποδεχτεί πρόγραμμα ΔΝΤ-ΕΕ.
Είναι πιθανόν, ως εκ τούτου, να αλλάξει άρδην η μορφή της Ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον. Οι πιέσεις στην περιφέρεια μπορεί να δημιουργήσουν ρήγμα στο κοινό νόμισμα, ωθώντας τη Γερμανία στην εισαγωγή ενός ευρώ για το κέντρο και ενός για την περιφέρεια. Μπορεί ακόμη και να υπάρξει διάλυση της Ευρωζώνης με διατήρηση μόνο του σκληρού πυρήνα της και έξοδο των περιφερειακών χωρών.
Θα ήταν σφάλμα να θρηνήσει κανείς το τέλος της Ευρωζώνης, ή να το θεωρήσει τέλος της αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών λαών. Οι νομισματικές ενώσεις είναι οικονομικοί μηχανισμοί με περιορισμένο χρόνο ζωής. Η Ευρωζώνη αποδείχτηκε ένα εκμεταλλευτικό και αντιφατικό κατασκεύασμα που δημιούργησε τεράστια προβλήματα, χωρίς προφανή οφέλη για τις περιφερειακές χώρες, πόσο μάλλον για τα εργατικά στρώματα της Ευρώπης. Το πραγματικό ζητούμενο είναι να γίνει η έξοδος με όρους που θα φέρουν αλλαγή υπέρ της εργασίας, άρα κοινωνική πρόοδο και ανάπτυξη. Η διαδικασία εξόδου θα ανοίξει επίσης πεδίο για ουσιαστική αλληλεγγύη ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς. Τα σημάδια δείχνουν ότι αυτό έχει αρχίσει πλέον να γίνεται αντιληπτό στη χώρα μας.
Πηγή: http://aristerovima.gr/blog.php?id=1362
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου