15/10/11

Η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ αναγκαίος όρος της αριστερής πολιτικής

του Παναγιώτη Σωτήρη
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σήμερα η «Ενωμένη Ευρώπη» εξελίσσεται σε ό,τι πιο αντιδραστικό, αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό έχει υπάρξει στη Γηραιά Ήπειρο από την εποχή του ναζισμού και μετά. 

Στο φόντο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το οικοδόμημα της ΟΝΕ και του ευρώ βρίσκεται σε ανοιχτή κρίση, αποτέλεσμα και των αντιφάσεων που ούτως ή άλλως διαπερνούσαν εξ αρχής ένα σχέδιο που στηρίχτηκε στην επιβολή ενιαίου νομίσματος σε μια οικονομική ένωση που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διαφορές στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. 

Η απάντηση είναι μια ολόπλευρη μετάλλαξη σε ακόμη πιο αυταρχική και νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας επισημοποιείται και γίνεται τυπική θεσμική λειτουργία αυτό που ήδη δοκιμάζεται στην Ελλάδα «πειραματικά»: η κατάλυση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, η ενεργοποίηση μηχανισμών για την υποχρεωτική συμμόρφωση στις πιο κοινωνικά βάρβαρες πολιτικές, η δυνατότητα αλλεπάλληλων κυμάτων «εσωτερικών υποτιμήσεων» και «ελεγχόμενων χρεοκοπιών» στους σχηματισμούς που κρίνονται ως μη επαρκώς ανταγωνιστικοί. 

Δεν είναι απλώς μια νεοφιλελεύθερη ή μονεταριστική εμμονή, αλλά και προσπάθεια για να αποτυπωθούν με ακόμη πιο έντονο τρόπο ιεραρχίες ιμπεριαλιστικής οικονομικής και πολιτικής ισχύος εντός του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος».
Δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι όλη αυτή η μετάλλαξη συνοδεύεται από πλήθος νεοαποικιοκρατικών αναφορών και αποστροφών σε σχέση με την Ελλάδα ή άλλους περιφερειακούς σχηματισμούς. Όπως ακριβώς στο αποκορύφωμα της αποικιοκρατίας, στο πέρασμα από το 19ο στον 20ο αιώνα, οι αστοί και ρεφορμιστές απολογητές της αποικιοκρατίας παρουσίαζαν την αποικιακή καθυπόταξη, λεηλασία και εκμετάλλευση ως τη μόνη λύση για την αντιμετώπιση των οξυμμένων εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων, έτσι και τώρα ολοένα και περισσότερο η αντιμετώπιση των περιφερειακών σχηματισμών ως χωρών μειωμένης κυριαρχίας και η βίαιη εξαγωγή των πιο επιθετικών «θεραπειών σοκ», παρουσιάζεται ως η μόνη λύση για να διατηρηθεί το κυρίαρχο σήμερα καθεστώς συσσώρευσης στην Ευρώπη. 

Και όπως ακριβώς η τότε αποικιοκρατία λειτουργούσε και με μια βαθιά ρατσιστική ιδεολογία για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου που είναι κατώτεροι και έτσι θα «εκπολιτιστούν» μέσα από την αποικιακή επέκταση, έτσι και τώρα η φιλολογία περί τεμπέληδων Ελλήνων, Πορτογάλων κ.λπ. χρησιμοποιείται για τη νομιμοποίηση της επιβολής συνθήκης μειωμένης κυριαρχίας στο όνομα του αναγκαίου «εκσυγχρονισμού».

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, ακριβώς επειδή σήμερα η ΕΕ είναι ο πιο κομβικός μηχανισμός στην ενεργοποίηση της τρομαχτικής επίθεσης που δέχονται τα λαϊκά στρώματα, ακριβώς επειδή η κύρια αιχμή του πολιτικού και ιδεολογικού εκβιασμού που εξαπολύει το κυβερνητικό κέντρο είναι η ανάγκη να υποστούμε συνθήκη κοινωνικής ταπείνωσης για να παραμείνουμε εντός της ΟΝΕ και του ευρώ, είναι που πρέπει η Αριστερά να «σηκώσει το γάντι» και με σαφήνεια να απαντήσει ότι σήμερα η άμεση έξοδος από την Ευρωζώνη και συνολικότερα η διαδικασία ρήξης και αποδέσμευσης από την ΕΕ είναι ο μόνος δρόμος για να αποφύγει ο ελληνικός λαός συνθήκη πρωτοφανούς κοινωνικής καταστροφής.

Και όμως υπάρχουν φωνές μέσα στην Αριστερά που αρνούνται να δουν αυτή την πραγματικότητα κατάματα, που εδώ και χρόνια υποτιμούν το βαθιά αντιδραστικό και δομικά νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της ΟΝΕ και του ευρώ, που παραβλέπουν ότι όχι μόνο τώρα που έχει ξεσπάσει η κρίση, αλλά και εξαρχής, η ΟΝΕ ήταν ένας μηχανισμός που διαρκώς πίεζε για τη συμπίεση του κόστους εργασίας και την ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όταν εκ των πραγμάτων σήμαινε ότι οι λιγότερο ανταγωνιστικοί σχηματισμοί έκαναν καθημερινά πραγματική νομισματική ανατίμηση και οι περισσότερο ανταγωνιστικοί πραγματική διολίσθηση. Είναι απόψεις που υποτιμούν ότι εδώ και δύο σχεδόν δεκαετίες η ΕΕ είναι υπεύθυνη για την υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση και «απελευθέρωση» βασικών υποδομών και κλάδων, για την προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της Μπολόνια, για την αποδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής. 

Λένε αυτές οι απόψεις ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια διαφορετική Ευρώπη, που θα έκανε πανευρωπαϊκή αναδιανομή πλούτου, θα εξέδιδε ευρωομόλογο και θα αναλάμβανε το περιφερειακό χρέος, θα διατηρούσε το ευρώ παράλληλα με μια αναπτυξιακή δυναμική που θα αναιρούσε τις περιφερειακές ανισότητες και άρα θα σταθεροποιούσε την Ευρωζώνη. Βεβαίως πέραν του να κάνουν αυτή την υπόθεση επί χάρτου, δεν μπορούν να προτείνουν τίποτε απολύτως σε σχέση με το πώς θα φτάναμε εκεί, πώς θα ελάμβανε χώρα αυτή η πανευρωπαϊκή ανατροπή, με ποιο τρόπο θα ήταν αποτελεσματικότερο να επιβάλλουμε τομές στη θεσμικά απρόσβλητη από τη λαϊκή διαμαρτυρία κεντρική γραφειοκρατία της ΕΕ, παρά στο επίπεδο των εθνικών σχηματισμών, πώς δια μαγείας θα ξεπερνιούνταν όλες οι υπαρκτές ανισότητες στους ρυθμούς ανάπτυξης των εργατικών και λαϊκών κινημάτων σε όλη την Ευρώπη.
Λένε επίσης ότι τυχόν άμεση έξοδος από το Ευρώ θα ήταν καταστροφή, θα κατέρρεαν οι καταθέσεις, θα διπλασιαζόταν το χρέος και θα μειώνονταν οι πραγματικοί μισθοί. Προφανώς και θεωρούν προτιμότερη συνθήκη να έχει εκτιναχθεί η ανεργία στο 20% σχεδόν, να έχουμε ήδη τεράστια πραγματική μείωση μισθών (-11,4% σε όλη την οικονομία, πάνω από -20% στο δημόσιο) να καταρρέουν οι καταθέσεις επειδή όλοι καταφεύγουν στην ανάληψη των οικονομιών τους και να εκποιείται ο εθνικός πλούτος. 
Επιπλέον, όσοι κινδυνολογούν έτσι συνειδητά αποσιωπούν ότι όσες/οι προτείνουμε την άμεση έξοδο από την ΕΕ και την εκκίνηση της διαδικασίας αποδέσμευσης από την ΕΕ ταυτόχρονα προτείνουμε ένα σύνολο ριζικών τομών και ανατροπών, όπως είναι η παύση πληρωμών και η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η άμεση επιβολή φραγμών στην κίνηση κεφαλαίων και η γενναία αναδιανομή εισοδήματος.

Υποστηρίζεται, ακόμη, ότι η λογική της εξόδου μιας χώρας από το ευρώ είναι «οικονομικός εθνικισμός» και «προστατευτισμός» και ότι δεν μπορεί να ζητάμε να μπούμε σε ανταγωνιστική σχέση με π.χ. τους Πορτογάλους εργάτες. 
Μόνο που δεν απαντούν καθόλου στο πόσο «φιλολαϊκή» είναι μια πολιτική που σημαίνει ότι καθημερινά εισάγουμε πιέσεις για ακόμη μεγαλύτερη «εσωτερική υποτίμηση», που μας δεσμεύει σε ένα ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο που οδηγεί σε διάλυση των δημόσιων λειτουργιών, που μας στερεί τη δυνατότητα να έχουμε νομισματική επέκταση για την ενίσχυση των δημοσίων δαπανών. 
Και βέβαια δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε ότι η καλύτερη αλληλεγγύη που μπορούμε να προσφέρουμε στους Πορτογάλους ή Ισπανούς εργάτες είναι ακριβώς να συμβάλουμε μια ώρα αρχύτερα στην αποδιάρθρωση και διάλυση του αντιδραστικού οικοδομήματος της ΕΕ.

Το παράδοξο, όμως, είναι ότι έχουν υπάρξει και φωνές μέσα στην Αριστερά που ενώ αποδέχονται διακηρυκτικά την ανάγκη ρήξης με την ΕΕ, εντούτοις θεωρούν ότι όχι μόνο δεν είναι άμεσος στόχος πάλης η έξοδος από το ευρώ, αλλά αντίθετα μπορεί να έχει και καταστροφικά αποτελέσματα. 
Σύμφωνα με αυτή την άποψη προϋπόθεση της εξόδου από την ΕΕ και άρα και το ευρώ, είναι η πλήρης αλλαγή του ταξικού συσχετισμού δύναμης, η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από μια λαϊκή συμμαχία και ουσιαστικά η εκκίνηση διαδικασιών σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. 

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια βαθιά εγκεφαλική σύλληψη της επαναστατικής στρατηγικής, που διαρρηγνύει κάθε διαλεκτική σχέση με την τακτική και ουσιαστικά με τρόπο βαθιά ηττοπαθή παραπέμπει τα πάντα σε ένα μελλοντικό χρονικό σημείο, προσπερνώντας υπαρκτές δυνατότητες ρήξης που η συμπύκνωση των αντιφάσεων μέσα στη συγκυρία προσφέρει και χαρίζοντας στις αστικές δυνάμεις το κρίσιμο περιθώριο για να αποκαταστήσουν πλήρως και σε νέες βάσεις την κυριαρχία τους.

Απέναντι σε όλα αυτά χρειάζεται να υπάρξει μέσα στην Αριστερά μια διαφορετική κατεύθυνση και λογική.

Το πρώτο είναι ότι πρέπει να καταλάβουμε ότι η πολιτική είναι συγκεκριμένη. Μπορεί να θέλουμε να ανατρέψουμε γενικά τον καπιταλισμό, αλλά η αντιπαράθεση με την αστική εξουσία πάντοτε επικεντρώνεται σε συγκεκριμένες αντιθέσεις που η ίδια η συγκυρία τις αναδεικνύει. Σήμερα κανένα νόημα δεν έχει ένας γενικόλογος αντικαπιταλισμός εάν δεν στέκεται πάνω στους κρίσιμους κόμβους που ορίζουν και τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την πολιτική αντιπαράθεση: το χρέος και τη σχέση με την ΕΕ.

Το δεύτερο είναι ότι η Αριστερά δεν έχει την πολυτέλεια να υποτιμά το ταξικό διακύβευμα γύρω από την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία. Σήμερα που οι αστικές δυνάμεις στον τόπο μας αποδέχονται πλήρως μια συνθήκη ριζικά μειωμένης εθνικής κυριαρχίας για να σαρώσουν τις λαϊκές κατακτήσεις και να ενισχύσουν την ταξική τους θέση, γίνεται σαφές ότι μια κατεύθυνση πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας είναι η αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε φιλολαϊκή εξέλιξη, αποτελεί όρο για να μπορέσει μια αντικαπιταλιστική λαϊκή συμμαχία να επιβάλλει κρίσιμες ανατροπές.

Το τρίτο είναι ότι η Αριστερά δεν έχει την πολυτέλεια απλώς να αρθρώνει γενικά ανάγκες και διαμαρτυρίες. Είναι ανάγκη να αναμετρηθεί με το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας μέσα στην ελληνική κοινωνία και άρα να έχει μια συνολική τοποθέτηση για το προς τα πού πρέπει να πάνε τα πράγματα. 

Και εδώ θα πρέπει και εμείς να έχουμε μια καθαρή τοποθέτηση. Δεν είναι τεχνικές οι προτάσεις για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, δεν διατυπώνονται με δεδομένο ότι όλες οι άλλες μεταβλητές θα παραμείνουν σταθερές. Αντίθετα, ενέχουν το στοιχείο της ανατροπής, της ρήξης και του μετασχηματισμού, εντάσσονται σε μια συνολικότερο ανάγκη η Αριστερά να αναμετρηθεί με την ιστορική οπισθοδρόμηση που μας σπρώχνουν οι αστικές δυνάμεις και να πρωταγωνιστήσει σε μια συλλογική προσπάθεια για μια πραγματική παραγωγική, κοινωνική και πολιτιστική αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας. 
Και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: με όρους ποσοτικούς αυτή η διαδικασία το πιο πιθανό είναι να μην έχει το στοιχείο της οικονομικής μεγέθυνσης. Αντίθετα, ποσοτικά θα τείνει περισσότερο προς την «αποανάπτυξη». 

Αλλά από τη σκοπιά της πραγματικής κοινωνικής ευημερίας θα είναι τομή. Προφανώς και τα εισαγόμενα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και των καυσίμων θα είναι ακριβότερα, η δυνατότητα φτηνών καταναλωτικών δανείων θα περιοριστεί ριζικά και το πιο πιθανό είναι σε πραγματικούς όρους οι μισθοί να μην εκτιναχθούν. 
Όμως, το πρότυπο κοινωνίας που οραματιζόμαστε δεν είναι η κατοχή οθόνης plasma και δύο αυτοκινήτων μεσαίου κυβισμού ανά οικογένεια. Το πρότυπό μας οφείλει να είναι μια ευημερία που να μετριέται με την ποιότητα της δημόσιας και πλήρως δωρεάν παιδείας, την πλήρη πρόσβαση σε δωρεάν παροχές υγείας, τη μείωση του χρόνου εργασίας την ανάπτυξη εκτεταμένου συστήματος δημόσιων συγκοινωνιών, την πολιτιστική αναγέννηση, την διατροφική επάρκεια και αυτάρκεια, την προστασία του περιβάλλοντος, τον κοινωνικό σχεδιασμό και την πραγματική αξιοποίηση των συλλογικών παραγωγικών δυνάμεων, την προσπάθεια για ένταξη σε διεθνείς συναλλαγές με κριτήριο την αμοιβαιότητα, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και όχι τον εξαναγκασμό του κέρδους.

Όμως, όλα αυτά έχουν και πολιτικές απαιτήσεις. Έχει γίνει πια σαφές ότι η συγκυρία της οικονομικής κρίσης αλλά και των σκιρτημάτων του λαϊκού ξεσηκωμού, αλλά και η αντικειμενική επικέντρωση σε κρίσιμους κόμβους όπως είναι το χρέος και η σχέση με την «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση» χαράσσουν αντικειμενικά και νέες διαχωριστικές γραμμές αλλά – και αυτό είναι το πιο σημαντικό… - και νέες δυνατότητες συνάντησης και σύνθεση μέσα στο χώρο της Αριστεράς. 
Οι δυνάμεις που αναγνωρίζουν ότι γύρω από αυτά τα επίδικα θα κριθεί η έκβαση των ταξικών αγώνων της περιόδου, που γυρνούν την πλάτη και στον αριστερό κυβερνητισμό και στον αριστερό αναχωρητισμό, που πιστεύουν ότι μπορεί σήμερα ο παλλαϊκός ξεσηκωμός να ανοίξει πρωτόγνωρους δρόμους κοινωνικού μετασχηματισμού, οφείλουν να βρουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα δρόμους συνεννόησης, κοινής δράσης και συνδιαμόρφωσης εκείνης της Αριστεράς που θα αποτελέσει πραγματικά την πολιτική ραχοκοκαλιά της λαϊκής πάλης και το πολιτικό αντίπαλο δέος στις δυνάμεις της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.


(το κείμενο στηρίζεται στην ομιλία στην ημερίδα της Πρωτοβουλίας κατά του ευρώ και της ΕΕ το Σάββατο 8/10/2011) 

πηγή: http://aristerovima.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου