του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
πηγή: http://aristerovima.gr/
Στο προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε αναφέρει πως άρθρωση μιας αριστερής συνεκτικής εναλλακτικής λύσης είναι εντελώς απαραίτητη προϋπόθεση για να βγει ο Λαό μας από την κρίση.
Με αυτό λοιπόν το θέμα θα ασχοληθούμε σε αυτό το σημείωμα ξεκινώντας με μια αναφορά στις διεθνή και εσωτερική συγκυρία.
Κατ΄ αρχάς, στο διεθνές πεδίο είναι σαφές πως συνεχίζεται η παγκόσμια οικονομική κρίση, χωρίς να διαφαίνεται μια απτή πιθανότητα εξόδου από αυτήν.
Αυτή η κρίση εσωτερικεύεται και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά κυρίως στην Ευρωζώνη, έχοντας πάρει τη μορφή κρίσης χρέους.
Με αυτό λοιπόν το θέμα θα ασχοληθούμε σε αυτό το σημείωμα ξεκινώντας με μια αναφορά στις διεθνή και εσωτερική συγκυρία.
Κατ΄ αρχάς, στο διεθνές πεδίο είναι σαφές πως συνεχίζεται η παγκόσμια οικονομική κρίση, χωρίς να διαφαίνεται μια απτή πιθανότητα εξόδου από αυτήν.
Αυτή η κρίση εσωτερικεύεται και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά κυρίως στην Ευρωζώνη, έχοντας πάρει τη μορφή κρίσης χρέους.
Σε σχέση με προγενέστερο σημείωμά μας έχει γίνει πιο σαφές πως στη ζώνη κινδύνου βρίσκονται πια η Ισπανία αλλά και η Ιταλία. Σε περίπτωση που η κρίση οξυνθεί ακόμα περισσότερο όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά ακόμα και για την ίδια την ύπαρξη της ΟΝΕ.
Η αδυναμία οικονομικής ανάκαμψης έρχεται ως επακόλουθο της απουσίας ενός θετικού αστικού προτάγματος που να μπορεί να συντελέσει καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη. Ούτε τεχνολογικές ανακαλύψεις, ούτε αλλαγές στις μορφές οργάνωσης της εργασίας βρίσκονται στη φαρέτρα της αστικής τάξης. Κατά συνέπεια η μόνη λύση για την άνοδο της κερδοφορίας είναι η συνεχής μείωση του μεριδίου της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν. Σε αυτή την κατεύθυνση, σε ό,τι αφορά τους δυτικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς, η Ελλάδα παίζει το ρόλο του πειραματόζωου τέτοιων πολιτικών.
Η αδυναμία οικονομικής ανάκαμψης έρχεται ως επακόλουθο της απουσίας ενός θετικού αστικού προτάγματος που να μπορεί να συντελέσει καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη. Ούτε τεχνολογικές ανακαλύψεις, ούτε αλλαγές στις μορφές οργάνωσης της εργασίας βρίσκονται στη φαρέτρα της αστικής τάξης. Κατά συνέπεια η μόνη λύση για την άνοδο της κερδοφορίας είναι η συνεχής μείωση του μεριδίου της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν. Σε αυτή την κατεύθυνση, σε ό,τι αφορά τους δυτικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς, η Ελλάδα παίζει το ρόλο του πειραματόζωου τέτοιων πολιτικών.
Η πολιτική που έχει υιοθετηθεί από την Τρόικα και το ελληνικό αστικό πολιτικό προσωπικό τον τελευταίο ενάμιση χρόνο σε αυτό αποσκοπεί. Ενός είδους εσωτερική υποτίμηση που θα μειώσει τους μισθούς, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, κατά 50%, έτσι ώστε να αυξηθούν κατά πολύ τα περιθώρια κέρδους. Φυσικά κάτι τέτοιο θα έφερνε, όπως και έφερε, κι άλλου είδους αποτελέσματα: μια ριζική πτώση της κατανάλωσης η οποία θα οδηγούσε, όπως και οδήγησε, στη χρεοκοπία πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο και αυτό ήταν στις προθέσεις των σχεδιαστών αυτής της πολιτικής. Η καταστροφή πολλών μονάδων μικρής και μεσαίας επιχειρηματικής εμβέλειας θα δώσει χώρο στην περαιτέρω ανάπτυξη των ρυθμών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθούν μεγάλες μονοπωλιακές μονάδες οι οποίες θα διαθέτουν τα προϊόντα τους σε χαμηλές τιμές έτσι ώστε να μπορούν να αγορασθούν από τους –χαμηλόμισθους- πια έλληνες πολίτες.
Ουσιαστικά ο στόχος ήταν η δημιουργία μιας χώρας με μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, πολύ χαμηλού εργατικού κόστους, με υψηλά επίπεδα ανεργίας- όπου ο εφεδρικός στρατός εργασίας να συντηρεί τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα. Το μέγεθος του δημόσιου τομέα θα πρέπει να είναι μικρό ώστε αφ΄ ενός να μη συντηρείται από τη φορολογία της αστικής τάξης και αφ΄ ετέρου μια σειρά από πρώην λειτουργίες του να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα.
Φυσικά, η εφαρμογή του παραπάνω σχεδίου αν και προχώρησε σημαντικά σε ό,τι αφορά τη μείωση του εργασιακού κόστους, την περιστολή του δημόσιου και την αύξηση της ανεργίας, δημιούργησε και μια σειρά από σημαντικές αντιφάσεις. Κι αυτό γιατί δεν έφτανε μόνο να χτυπηθούν οι κοινωνικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού αλλά, ταυτόχρονα, έπρεπε να «εξυγιανθούν» και τα δημόσια οικονομικά αλλιώς ο κίνδυνος χρεοκοπίας ήταν υπαρκτός. Ωστόσο, η μείωση των μισθών και της κατανάλωσης και η συνακόλουθη άνοδος της ανεργίας θα οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εσόδων, σε μείωση του ΑΕΠ και κατά συνέπεια σε περαιτέρω αύξηση του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα μπήκε σε μια παγίδα χρέους από την οποία δεν μπορεί να αποδράσει αφού στην ύφεση η απάντηση είναι νέα μέτρα, αυτό φέρνει νέα ύφεση, αυτό φέρνει επιπρόσθετα μέτρα, μετά βαθαίνει ακόμα περισσότερο η ύφεση κοκ.
Φυσικά, η εφαρμογή του παραπάνω σχεδίου αν και προχώρησε σημαντικά σε ό,τι αφορά τη μείωση του εργασιακού κόστους, την περιστολή του δημόσιου και την αύξηση της ανεργίας, δημιούργησε και μια σειρά από σημαντικές αντιφάσεις. Κι αυτό γιατί δεν έφτανε μόνο να χτυπηθούν οι κοινωνικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού αλλά, ταυτόχρονα, έπρεπε να «εξυγιανθούν» και τα δημόσια οικονομικά αλλιώς ο κίνδυνος χρεοκοπίας ήταν υπαρκτός. Ωστόσο, η μείωση των μισθών και της κατανάλωσης και η συνακόλουθη άνοδος της ανεργίας θα οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εσόδων, σε μείωση του ΑΕΠ και κατά συνέπεια σε περαιτέρω αύξηση του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα μπήκε σε μια παγίδα χρέους από την οποία δεν μπορεί να αποδράσει αφού στην ύφεση η απάντηση είναι νέα μέτρα, αυτό φέρνει νέα ύφεση, αυτό φέρνει επιπρόσθετα μέτρα, μετά βαθαίνει ακόμα περισσότερο η ύφεση κοκ.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι εθνικοί λογαριασμοί να έχουν φτάσει στα όρια τους. Από ένα σημείο και μετά δεν είναι μόνο πως αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος, αλλά και ότι τα λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα νέα μέτρα. Αυτό σημαίνει πως ό,τι σχεδιασμοί γίνονται για μείωση ελλειμμάτων κλπ είναι απλώς επί χάρτου και μέσα στους επόμενους μήνες οδηγούμαστε σε χρεοκοπία είτε συντεταγμένη είτε ξαφνική. Σημαντικό ρόλο σε αυτό μπορεί να παίξει και κάποια περαιτέρω όξυνση της παγκόσμιας κρίσης που θα οδηγήσει σε μείωση των εξαγωγών, αύξηση της τιμής του πετρελαίου κλπ. Βεβαίως σε στάση πληρωμών μπορούμε να οδηγηθούμε και στην περίπτωση που ένα δυναμικό λαϊκό κίνημα το επιβάλει ως ένα μέσο ανακούφισης των εργαζόμενων τάξεων (βλ. παρακ.).
Σε περίπτωση πάντως που τελεσφορήσει το σενάριο της συντεταγμένης στάσης πληρωμών με συνέπεια το κούρεμα του χρέους, πχ κατά 50%, αυτό θα έχει μια σειρά από πολύ σημαντικές συνέπειες διότι για να γίνει το κούρεμα θα πρέπει να δοθούν στους δανειστές ορισμένα, πολύ σημαντικά, ανταλλάγματα: αυτό σημαίνει πως πέραν της διαρκούς λιτότητας είναι σοβαρό το ενδεχόμενο πώλησης αντί πινακίου φακής όλων των ελληνικών τραπεζών σε επιχειρηματικούς ομίλους του εξωτερικού με αποτέλεσμα των απώλεια για την ελληνική κυβέρνηση ενός σοβαρού εργαλείου χρηματοπιστωτικής πολιτικής, την παραχώρηση εκμετάλλευσης κοιτασμάτων, την περαιτέρω εκμετάλλευση δημόσιων έργων κλπ1.
Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι πως οι κοινωνικές επιπτώσεις της συγκεκριμένης πολιτικής, πέραν του αδιεξόδου που οδηγούν και τους δημόσιους λογαριασμούς, από ένα σημείο και μετά αποτελούν μια τομή στο ότι είχε προηγηθεί. Πια δεν αναφερόμαστε σε καθεστώς βαθιάς λιτότητας. Το ζήτημα δεν είναι πως θα μειωθούν τα εισοδήματα και ο κόσμος θα δυσκολευτεί να τα βγάλει πέρα. Οι πρόσφατα υιοθετημένες 30.000 απολύσεις στο δημόσιο (καλολογικά αποκαλούμενες καθεστώς εφεδρείας) σε συνδυασμό με την εκτόξευση της πραγματικής ανεργίας στο 22%-23% δημιουργούν μια εντελώς διαφορετική κατάσταση σε σχέση με το παρελθόν. Ο κόσμος που χάνει τη δουλειά του στη σημερινή συγκυρία δεν έχει τίποτε να περιμένει αφού πολύ δύσκολα θα βρει δουλειά (στο δημόσιο τομέα ουσιαστικά έχουν καταργηθεί οι προσλήψεις και στον ιδιωτικό τομέα η πτώση της κατανάλωσης οδηγεί σε συνεχή συρρίκνωση της απασχόλησης). Κατά συνέπεια τα θιγόμενα στρώματα θα αντιδράσουν αλλά δεν είναι καθόλου ακόμα εμφανές τι μορφές αντίδρασης θα υιοθετηθούν. Διαφορετικά ειπωμένο αυτή τη στιγμή δημιουργείται μια κοινωνική κατηγορία η οποία θα μπορούσε να παίξει κομβικό ρόλο στην ήττα των κυρίαρχων πολιτικών, αλλά το ζήτημα είναι σε ποιο πολιτικό πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί αυτή η δυναμική.
Και βέβαια υπάρχει όλη αυτή βουβή οργή των στρωμάτων που μπορεί να μη χάνουν τη δουλειά τους αλλά βλέπουν τη ζωή τους να χειροτερεύει ραγδαία μέρα με τη μέρα. Δεν υπάρχει πια καμία σταθερά, όλο και περισσότερο η ελληνική πραγματικότητα μοιάζει με τα μεσοπολεμικά καθεστώτα εκτάκτου ανάγκης. Αυτό που επικρατεί είναι φόβος, παγωμάρα, αγωνία, άγχος για την καθημερινή επιβίωση. Ταυτόχρονα η εγκληματικότητα ανεβαίνει ενώ όσο περνάει ο καιρός θα αυξάνονται ανθρωποφαγικές και εγωπαθείς συμπεριφορές. Ο καθένας θα προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβιώσει αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω του. Κατά συνέπεια ο κοινωνικός συντηρητισμός, που θα ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της ξενοφοβίας, θα επεκτείνεται διαρκώς.
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν υπάρχει κάποια έξοδος από αυτό το τούνελ της κοινωνικής βαρβαρότητας. Και το ερώτημα αυτό παίρνει ακόμα πιο επιτακτικές διαστάσεις αν λάβει κανείς υπόψη του τις συνεχείς λήψεις νέων μέτρων και την απελπισία που αρχίζει να διαπερνά όλη την ελληνική κοινωνία.
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν υπάρχει κάποια έξοδος από αυτό το τούνελ της κοινωνικής βαρβαρότητας. Και το ερώτημα αυτό παίρνει ακόμα πιο επιτακτικές διαστάσεις αν λάβει κανείς υπόψη του τις συνεχείς λήψεις νέων μέτρων και την απελπισία που αρχίζει να διαπερνά όλη την ελληνική κοινωνία.
Η ελληνική αριστερά μοιάζει σαν να διακατέχεται από μία φοβία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Αναμφίβολα αιφνιδιάστηκε από το μέγεθος της κρίσης και την ταχύτητα της επιβολής των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για μια δύναμη η οποία διακηρύσσει πως θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Ο Συνασπισμός και ο ΣΥΡΙΖΑ με αμηχανία υποστηρίζουν πως, πέρα από την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων, θα πρέπει να υπάρξει επιθετική αναδιαπραγμάτευση με την τρόικα. Η απάντηση που δε δίνεται είναι τι θα γίνει στη συνέχεια. Γιατί η τρόικα δεν πρόκειται να διαπραγματευτεί τίποτε και η κατάσταση θα παραμείνει όπως έχει σήμερα. Το ΚΚΕ, πέραν του ότι είναι αντίθετο σε οποιαδήποτε συμμαχία με άλλη πολιτική δύναμη, αρνείται και τη διατύπωση ενός προγράμματος ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων από τη σημερινή κοινωνική λαίλαπα μιλώντας για μια ακαθόριστου τύπου λαϊκή εξουσία η οποία θα επιλύσει όλα τα σημερινά προβλήματα χωρίς να αποσαφηνίζεται η διαδικασία η οποία θα οδηγήσει σε αυτή την εξουσία. Ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αν και έγκαιρα διατύπωσε μια σειρά από αιτήματα που μπορούσαν να λειτουργήσουν προωθητικά για τα λαϊκά στρώματα (στάση πληρωμών, έξοδος από το ευρώ, εθνικοποίηση τραπεζών, αναδιανομή του εισοδήματος) μοιάζει να έχει μείνει εκεί, να χαρακτηρίζεται από μια αμηχανία να προχωρήσει την πρότασή του μέσω ενός καλέσματος για τη συγκρότηση ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου.
Η αλήθεια είναι πως στον κόσμο της αριστεράς, τόσο σε επίπεδο στελεχών όσο και σε επίπεδο ακροατηρίου, είχε διαμορφωθεί η αντίληψη πως, ανεξαρτήτως του τι κάνουν οι πολιτικοί φορείς της, αρκούσε μια μεγάλη γενική απεργία με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών για να παρθούν τα μέτρα πίσω. Ωστόσο αυτό έγινε, στις 5 Μαΐου 2010, αλλά η εξέλιξη δεν ήταν αυτή που αναμενόταν. Πέραν των ανασταλτικών αποτελεσμάτων που είχε η άθλια προβοκάτσια της Μαρφίν και η εν ψυχρώ δολοφονία τριών ανθρώπων, ήταν τέτοια η δυναμική της επίθεσης των κυρίαρχων δυνάμεων που δεν θα ήταν εφικτό να ανασχεθεί από μια απεργία, όσο μαζική κι αν ήταν αυτή. Το 2010 δεν ήταν 2001 με το νόμο Γιαννίτση. Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν για ένα περίπου χρόνο, αν και σημαντικές δεν αποτελούσαν απειλή για την εξουσία. Σε δεύτερο χρόνο και αφού άρχισε να επικρέμεται η απειλή του Μεσοπρόθεσμου δημιουργήθηκε η αντίληψη πως χρειάζεται μια απάντηση κινηματικής διάρκειας απέναντι σε μια επίθεση τέτοιου εύρους. Σε αυτό το ερώτημα ήρθε ως απάντηση το κίνημα των πλατειών. Καταλήφθηκαν εκατοντάδες πλατείες σε όλη τη χώρα για δύο περίπου μήνες και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε αυτές τις κινηματικές πρακτικές.
Τα αποτελέσματα δεν ήταν ευκαταφρόνητα: απονομιμοποιήθηκε πλήρως το ΠΑΣΟΚ στη συνείδηση του ακροατηρίου του και κατακρημνίστηκε η εκλογή του επιρροή, για μερικές ώρες, στις 15 Ιουνίου, ουσιαστικά δεν υπήρχε κυβέρνηση, δημιουργήθηκαν δεσμοί αλληλεγγύης και συντροφικότητας μεταξύ των συμμετεχόντων στα κινήματα, μειώθηκε κατά ένα μέλος η κοινοβουλευτική δύναμη του ΠΑΣΟΚ, έγινε σαφές σε πλατιά στρώματα πως αυτή η πολιτική θα φέρνει συνέχεια νέα μέτρα και μεγαλύτερη ανέχεια. Ωστόσο όλα αυτά απείχαν από τις βασικές επιδιώξεις των ανθρώπων που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. Το Μεσοπρόθεσμο πέρασε, η κυβέρνηση έστω και τραυματισμένη τελικά άντεξε και τα μέτρα πέφτουν βροχή στις πλάτες των εργαζόμενων. Αναμενόμενο είναι να έχει δημιουργηθεί απογοήτευση και αμηχανία. Αφού δεν μπόρεσε να νικήσει ένας παλλαϊκός αγώνας δύο μηνών, τότε τι μπορεί να νικήσει;
Το ερώτημα είναι εύλογο, αλλά για να το απαντήσουμε θα πρέπει να δούμε σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα κυριαρχούμενα στρώματα. Κατά τη γνώμη μας υπάρχει μια μερίδα των λαϊκών τάξεων που βιώνουν μια απελπιστική κατάσταση είτε γιατί χάνουν τη δουλειά τους και είναι σχεδόν αδύνατον να βρουν άλλη είτε γιατί η κατακόρυφη πτώση των εισοδημάτων τούς δημιουργεί ανυπέρβλητα προβλήματα για να συντηρηθούν με στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Η κατηγορία αυτή είναι σίγουρο πως θα αντιδράσει άλλοτε συντεταγμένα και άλλοτε άναρχα και τυφλά. Από την άλλη υπάρχει μια κοινωνική μερίδα που αποτελείται από αυτούς που πλήττονται μεν από τα μέτρα, που υποβαθμίζεται σημαντικά το επίπεδο της ζωής τους αλλά αυτό, για την ώρα, δεν έχει πάρει οριακά χαρακτηριστικά. Αυτός ο κόσμος και δεδομένου πως δε έχει δει κάποια απτή νίκη του κινήματος είναι πολύ πιθανό να επιλέξει την απομόνωση, την κοινωνική περιχαράκωση, την ιδιώτευση. Φοβισμένος για τα χειρότερα που μπορεί να έρθουν δε θα συμμετέχει σε απεργίες και κινητοποιήσεις, θα κλειστεί στο σπίτι του περιμένοντας να περάσει (;) η μπόρα. Κατά συνέπεια χρειάζεται μιας τέτοιας έκτασης πολιτικό σχέδιο που να ενοποιεί αυτές τις δύο κοινωνικές κατηγορίες.
Σε κείμενο μας τον περασμένο Ιούλη γράφαμε:
Η αναδιάταξη των κυβερνητικών δυνάμεων και όσα ακολούθησαν με τις συγκρούσεις της 29ης Ιουνίου δείχνουν πως έχουμε περάσει σε μια φάση «παράλληλης ισορροπίας» , δηλαδή αυτό ο Μάο ονομάζει «στρατηγική άμυνα του εχθρού». Ο εχθρός αντιλαμβάνεται πως πια απέναντί του έχει κάτι πιο συγκροτημένο που έχει προσδιορίσει ορισμένα υλικά κεκτημένα στη δράση του (κατάληψη πλατειών, συμμετοχή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού σε κινητοποιήσεις και εξάλειψη των αντιδράσεων απέναντί τους, πλήρης απονομιμοποίηση των μέτρων, γελοιοποίηση της κυβέρνησης αλλά και άλλων τμημάτων του αστικού προσωπικού, δημοκοπική μείωση του δικομματισμού). Εννοείται πως η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να ανατρέψει αυτό το συσχετισμό κάνοντας νέες επιθέσεις, ανοίγοντας νέα μέτωπα και επιδιώκοντας να περάσει νέες δέσμες μέτρων. Κατά συνέπεια η φάση της «παράλληλης ισορροπίας» είναι πιθανό να μην κρατήσει πολύ, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να περάσουμε στην τρίτη φάση του παρατεταμένου πολέμου που είναι αυτή της «στρατηγικής αντεπίθεσης» των λαϊκών δυνάμεων.
Η αναδιάταξη των κυβερνητικών δυνάμεων και όσα ακολούθησαν με τις συγκρούσεις της 29ης Ιουνίου δείχνουν πως έχουμε περάσει σε μια φάση «παράλληλης ισορροπίας» , δηλαδή αυτό ο Μάο ονομάζει «στρατηγική άμυνα του εχθρού». Ο εχθρός αντιλαμβάνεται πως πια απέναντί του έχει κάτι πιο συγκροτημένο που έχει προσδιορίσει ορισμένα υλικά κεκτημένα στη δράση του (κατάληψη πλατειών, συμμετοχή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού σε κινητοποιήσεις και εξάλειψη των αντιδράσεων απέναντί τους, πλήρης απονομιμοποίηση των μέτρων, γελοιοποίηση της κυβέρνησης αλλά και άλλων τμημάτων του αστικού προσωπικού, δημοκοπική μείωση του δικομματισμού). Εννοείται πως η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να ανατρέψει αυτό το συσχετισμό κάνοντας νέες επιθέσεις, ανοίγοντας νέα μέτωπα και επιδιώκοντας να περάσει νέες δέσμες μέτρων. Κατά συνέπεια η φάση της «παράλληλης ισορροπίας» είναι πιθανό να μην κρατήσει πολύ, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να περάσουμε στην τρίτη φάση του παρατεταμένου πολέμου που είναι αυτή της «στρατηγικής αντεπίθεσης» των λαϊκών δυνάμεων.
Πώς θα γίνει αυτό; Εδώ τα πράγματα δεν είναι απλά. Χρειάζονται δύο βασικές προϋποθέσεις. Η μία είναι η δημιουργία πολιτικού Μετώπου και η δεύτερη είναι η εκπόνηση ενός μεταβατικού προγράμματος φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση. Το πρώτο είναι απαραίτητο γιατί χρειάζεται ένας φορέας ο οποίος με συντεταγμένο και συνεκτικό τρόπο να χαράξει μια κατεύθυνση, να δημιουργήσει κοινωνικές συμμαχίες και να επιλέξει τα κρίσιμα επίδικα της περιόδου έτσι ώστε οι λαϊκές τάξεις να αισθανθούν πως αντιπροσωπεύονται από αυτόν. Το δεύτερο συνδέεται άρρηκτα με το πρώτο γιατί μόνο μέσω της διατύπωσης μιας σαφούς εναλλακτικής λύσης μπορεί ο λαϊκός «στρατός» να κερδίσει με ενεργητικό τρόπο στο επίπεδο της ηγεμονίας (όχι τι δεν θέλει αλλά τι θέλει να γίνει για τη χώρα).»
Ακριβώς σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Το κράτος και οι ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί εδώ και μερικές εβδομάδες προχωρούν σε νέες επιθέσεις έτσι ώστε να εξανεμιστεί η δυναμική που είχε το λαϊκό κίνημα το προηγούμενο διάστημα. Το χρονικό σημείο, λοιπόν, είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Ας μας επιτραπεί να υποστηρίξουμε πως είναι ιστορικά κρίσιμο. Αν δεν υπάρξει τώρα η στρατηγική αντεπίθεση με θετικό πρόσημο (τι πρέπει να γίνει για να ξεφύγουν οι λαϊκές τάξεις από το βραχνά της σημερινής λαίλαπας) τότε τα καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να μην είναι αναστρέψιμα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Το κράτος και οι ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί εδώ και μερικές εβδομάδες προχωρούν σε νέες επιθέσεις έτσι ώστε να εξανεμιστεί η δυναμική που είχε το λαϊκό κίνημα το προηγούμενο διάστημα. Το χρονικό σημείο, λοιπόν, είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Ας μας επιτραπεί να υποστηρίξουμε πως είναι ιστορικά κρίσιμο. Αν δεν υπάρξει τώρα η στρατηγική αντεπίθεση με θετικό πρόσημο (τι πρέπει να γίνει για να ξεφύγουν οι λαϊκές τάξεις από το βραχνά της σημερινής λαίλαπας) τότε τα καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να μην είναι αναστρέψιμα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Για αυτό θεωρούμε απαραίτητη τη συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα δομείται γύρω από πέντε άξονες (στάση πληρωμών, έξοδος από το ευρώ, εθνικοποίηση τραπεζών, ριζική αναδιανομή του εισοδήματος, εθνική ανεξαρτησία) και θα περιλαμβάνει όλες εκείνες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που θα αποδεχτούν αυτά τα αιτήματα. Για την ανάγκη αυτού του μετώπου έχουμε επιχειρήσει αναλυτικά και σε προηγούμενο σημείωμά μας. Οι λόγος που το επαναφέρουμε είναι πως η απάντηση στην αγωνία του κόσμου για το πώς θα αλλάξουν τα πράγματα, αυτή είναι η ανάγκη αναβάθμισης της σύγκρουσης με τον αντίπαλο.
Η πρώτη φάση της σύγκρουσης ήταν οι πανελλαδικές απεργίες, με αποκορύφωμα αυτή της 5ης Μαΐου, η δεύτερη φάση ήταν το κίνημα των πλατειών τώρα είναι αναγκαία η τρίτη φάση που θα αποδειχτεί και η πιο αποφασιστική.
Κατά τη γνώμη μας ο λόγος που δεν κέρδισαν οι δύο προηγούμενες φάσεις είναι πως δεν γινόταν σαφές ποια εναλλακτική λύση προέκριναν. Η πάλη που διεξάγεται εδώ και δύο χρόνια στην Ελλάδα δεν αφορά την εφαρμογή ή μη ενός νόμου (πχ 815, ασφαλιστικό κλπ). Αφορά τη συνολική ακύρωση αυτού του σχεδίου κατίσχυσης των λαϊκών τάξεων μέσω της κατακόρυφης μείωσης των μισθών και των εισοδημάτων. Κατά συνέπεια ο μόνος τρόπος για αναχαιτιστεί αυτή η πολιτική είναι η εκπόνηση ενός πολιτικού σχεδίου εξόδου από την κρίση προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.
Μόνο έτσι, πιστεύουμε, θα γίνει εφικτό το να μετασχηματιστεί η σημερινή αγανάκτηση σε κοινωνική δυναμική. Για να το πούμε διαφορετικά αυτή τη στιγμή η ελληνική κοινωνία βαδίζει εντός μιας προϊούσας καταστροφικής πορείας.
Μόνο έτσι, πιστεύουμε, θα γίνει εφικτό το να μετασχηματιστεί η σημερινή αγανάκτηση σε κοινωνική δυναμική. Για να το πούμε διαφορετικά αυτή τη στιγμή η ελληνική κοινωνία βαδίζει εντός μιας προϊούσας καταστροφικής πορείας.
Τα λαϊκά στρώματα για να πειστούν πως αξίζει να στρατευτούν στο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο θα πρέπει να πληρούνται μια σειρά από προϋποθέσεις: α) να έχει μια αρχική μαζικότητα (γι’ αυτό λέμε για μέτωπο συνεργασίας των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων) β) να διαθέτει μια βασική στρατηγική (για αυτό αναφερόμαστε στους τέσσερις άξονες) γ) να μπορεί να οδηγήσει σε ριζική βελτίωση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων.
Το γ) αποτελεί καθοριστική παράμετρο του εγχειρήματος. Η απάντηση στο «πώς αλλιώς;» είναι που θα συμβάλει στο αναδειχθεί η ριζοσπαστική αριστερά σε ηγεμονική δύναμη. Κι αυτό γιατί τα αστικά επιτελεία σε αυτό ακριβώς είναι που επικεντρώνουν την προπαγάνδα τους τρομοκρατώντας τον κόσμο υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει άλλη λύση, η έξοδος από το ευρώ θα σημάνει φτώχεια, μιζέρια και απομόνωση». Τα λαϊκά στρώματα φοβούμενα το άγνωστο προτιμούν το γνωστό έστω κι αν αυτό είναι η σημερινή κατάσταση. Χρειάζεται, λοιπόν, να αρθρωθεί ένα εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα που να απαντά στις αγωνίες του κόσμου για την καθημερινότητά του.
Το γ) αποτελεί καθοριστική παράμετρο του εγχειρήματος. Η απάντηση στο «πώς αλλιώς;» είναι που θα συμβάλει στο αναδειχθεί η ριζοσπαστική αριστερά σε ηγεμονική δύναμη. Κι αυτό γιατί τα αστικά επιτελεία σε αυτό ακριβώς είναι που επικεντρώνουν την προπαγάνδα τους τρομοκρατώντας τον κόσμο υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει άλλη λύση, η έξοδος από το ευρώ θα σημάνει φτώχεια, μιζέρια και απομόνωση». Τα λαϊκά στρώματα φοβούμενα το άγνωστο προτιμούν το γνωστό έστω κι αν αυτό είναι η σημερινή κατάσταση. Χρειάζεται, λοιπόν, να αρθρωθεί ένα εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα που να απαντά στις αγωνίες του κόσμου για την καθημερινότητά του.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ερωτήματα που είναι αναγκαίο να απαντηθούν από το μέτωπο: τι θα γίνει με την εισαγωγή πετρελαίου; Στην Ελλάδα υπάρχει διατροφικό έλλειμμα, αυτό πώς θα επιλυθεί; Αν υπάρξει εμπάργκο στις εξαγωγές προϊόντων από τις χώρες που θα θιχτούν από τη στάση πληρωμών αυτό πως θα αντιμετωπιστεί; Ποιο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να επιλέξει η χώρα, σε ποια κατεύθυνση και ποιος ο ρόλος των εργαζόμενων σε αυτή τη διαδικασία;.
Συνοψίζοντας, υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσει κανείς τη σημερινή κατάσταση.
Ο πρώτος είναι η ριζοσπαστική αριστερά να παραμείνει σε μια κατάσταση αδράνειας επηρεαζόμενη και η ίδια από το βαρύ κλίμα που επικρατεί στη χώρα. Αν γίνει αυτή η επιλογή τότε η πορεία και της χώρας αλλά και της αριστεράς είναι προδιαγεγραμμένη: στα κράτη που εφαρμόστηκαν θεραπείες σοκ και τόσο οι κοινωνίες καταστράφηκαν όσο και η αριστερά.
Ο δεύτερος είναι να πείσει τον κόσμο, με σαφή και συγκεκριμένα επιχειρήματα πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Πως η δυσθυμία και η αγωνία μπορούν να μετατραπούν σε αισιοδοξία. Πως οι σημερινοί συσχετισμοί μπορούν να ανατραπούν.
Ζούμε ιστορικές στιγμές. Στο χέρι των οργανωμένων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς αλλά και των ανέντακτων αγωνιστών είναι η απελπισία να μετατραπεί σε δύναμη, η μαχόμενη αριστερά να σφραγίσει τις εξελίξεις απαγκιστρώνοντας το λαό από αυτή τη λαίλαπα, αλλάζοντας την κοινωνία!
πηγή: http://aristerovima.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου