15/9/12

Η χρεοκοπία του προφανούς

του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*
 
Στο σπίτι του κρεμασμένου, λένε, δεν μιλάνε για σχοινί. Κι’ όμως, σ’ αυτήν την κρίση, γι’ αυτήν την κρίση, μιλάνε περισσότερο απ’ όλους οι κατασκευαστές του σχοινιού, οι εφευρέτες της θηλιάς, οι χειριστές της αγχόνης κι΄ακόμη περισσότερο οι μέχρι χθες φανατικοί υποστηρικτές-διαφημιστές της κρεμάλας.

Ένας νέος αφορισμός που θα άξιζε πραγματικά, θα μπορούσε να ισχυρίζεται, ότι η κρίση θα κλείσει τον κύκλο της, όταν ο τελευταίος ομιλών οικονομολόγος θα κλείσει το στόμα του τελευταίου δημοσιογράφου, αφού προηγουμένως και οι δύο μαζί ράψουν το στόμα του τελευταίου ομιλούντος πολιτικού.

Όχι –μόνο- γιατί είναι οι πραγματικά υπεύθυνοι για την κρίση, αλλά γιατί ο λόγος τους συνεχίζει να αποκρύπτει τα πραγματικά αίτια της, περιορίζοντας έτσι δραματικά της όποιες δυνατότητες διεξόδου από το φαύλο κύκλο της.

Να εξηγηθώ ευθύς εξ’ αρχής. Η παρούσα κρίση δεν είναι απλά και μόνο μια οικονομική κρίση. Πολύ περισσότερο, δεν είναι απλά και μόνο μια βαθιά πολιτική κρίση. Είναι μια κρίση της πολιτικής εν γένει, γιατί δεν αμφισβητεί μόνο ένα συγκεκριμένο οικονομικό ή πολιτικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα και προπάντων το νόημα της πολιτικής.  Η κρεμάλα είναι πολιτική και το σχοινί οικονομικό. Πίσω από τις κάμερες και τις πένες οι γνωστοί-άγνωστοι που θέλουν να τη βγάλουν πάλι καθαρή αναμεταδίδοντας τις πιο «πιασάρικες» -κατά την άποψη των ελίτ- φάσεις του ματς.


Εν τούτοις, τώρα κάποιοι, ελάχιστοι και πάλι, διαπιστώνουν με οδύνη, ότι η μέχρι χθες αδιαφορία τους για την πολιτική, δεν εγγυάται τελικά ανοσία όσον αφορά τις επιπτώσεις της. Δεν το ομολογούν αλλά διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης. Η αλήθεια είναι ότι η απολιτική συμπεριφορά που επέδειξε το λαός μας ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αποτελούσε στην πραγματικότητα συστατικό στοιχείο της πολιτικής όπως αυτή οργανωνόταν από τις κυρίαρχες ελίτ. Η έλλειψη πληροφόρησης –όταν αγοράζαμε εφημερίδες cd- η διαστρεβλωμένη πληροφόρηση όταν βλέπαμε τηλεοπτικές ειδήσεις ή η αποθέωση του μεσημεριανού τηλεοπτικού ξεκατινιάσματος, ανήκουν κι αυτά σε ένα συγκεκριμένο είδος πολιτικής. Ολόιδια όπως η ρητορική μπουρδολογία (περί ισχυρής Ελλάδος) και ο κομματικός καριερισμός ανήκουν σε συγκεκριμένο είδος πολιτικής.

Σ’ αυτό το είδος πολιτικής, όσοι έντιμα επιχείρησαν να ασχοληθούν με την πολιτική, ίσως δεν πρόλαβαν καν να διαπιστώσουν, ότι κατέστησαν σκλάβοι του χρόνου, αφήνοντας να καταντήσουν οι πράξεις τους μια σκέτη αντανακλαστική αντίδραση απέναντι στο ρεύμα των γεγονότων, που άλλοι καθόριζαν στο παρασκήνιο της διαπλοκής. Σ’ όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, δεν θυμάμαι στ’ αλήθεια πολιτική που να μην βαριανασαίνει από μέρα σε μέρα, διαμορφώνοντας μια ατέλειωτη αλυσίδα από –συχνά αλληλοσυγκρουόμενα- προσωρινά μέτρα που ήταν βέβαιο πως αργά ή γρήγορα θα επισκίαζαν τον γενικό σκοπό, αν υπήρξε ποτέ τέτοιος.  Για σαράντα περίπου χρόνια η πολιτική στη χώρα καντήντησε μια απλή πλαδαρή διεκπεραίωση, αποστεωμένη από κάθε έλλογο οραματικό στοιχείο ή πρόταγμα.

Κάπως έτσι, πιαστήκαμε όλοι μας, ως έθνος, αιχμάλωτοι του χρόνου. Σιγά σιγά, μετατρέψαμε τη ζωή μας σε μια ατέλειωτη σειρά από μορφασμούς. Κοιτάξτε γύρω σας τις γκριμάτσες των ανθρώπων. Γεμίσαμε με φόβους για ότι θα μπορούσε να απειλήσει την άνεση μας και γινόμαστε έξαλλοι  για κάθε χαμένη ευκαιρία  που υποσχόταν αναρρίχηση και επιτυχία. Θεωρήσαμε –συχνά-τον εαυτό μας ως την ύψιστη αυθεντία στα πάντα, δεν σεβαστήκαμε τίποτα, και πλημμυρίσαμε την κοινωνική, οικογενειακή ή και ατομική μας ατμόσφαιραμε μια πανταχού παρούσα πλήξη, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο  από την άπληστη απαίτηση διασκέδασης πάση θυσία και με κάθε μέσο. Τα σκυλάδικα, τα μπουρδέλα, τα τζογοπρακτορεία, τα κομμωτήρια και τα ινστιτούτα «αγέραστης» ομορφιάς, έγιναν οι πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις.  Κι επειδή η πλήξη δεν ξέρει τι να κάνει τον ελεύθερο χρόνο, τον σκοτώνει. Τον σκοτώνει, αναζητώντας διαρκώς και νέα ερεθίσματα.  Μια ολόκληρη κοινωνία σαν ανοργασμική γεροντοκόρη έψαχνε λυσσασμένα να βρει ένα κάποιο σημείο G.

Όλα αυτά δεν αναιρούν το (αποκρυπτόμενο εν πολλοίς) γεγονός ότι η κρίση που ξέσπασε στη χώρα μας, αποτελεί ουσιαστικά μέρος μιας βαθύτερης και ευρύτερης κρίσης που αγκαλιάζει ολόκληρη την πραγματικότητα του δυτικού –τουλάχιστον-κόσμου. Άλλωστε,  οι παρυφές των βουνών καίγονται πρώτες. 

Η παρούσα κρίση αντιπροσωπεύει μεταξύ άλλων τη χρεοκοπία του προφανούς, καθώς αυτό το οποίο θεωρούσαμε προφανές επί δεκαετίες, αίφνης, έγινε θολό και σκοτεινό. Αυτό το οποίο θεωρούσαμε επί δεκαετίες ως κάτι οριστικά τελειωμένο, εμφανίζεται τώρα ως κάτι προσωρινό και εν τέλει ζητούμενο. Η τραγωδία είναι πως αυτό το χρεοκοπημένο προφανές, δεν αφορά μόνο στην οικονομική μας ευμάρεια, αλλά ακόμη και στον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατικής λειτουργίας της κοινωνίας μας. Μέσα στην αμέριμνη ατμόσφαιρα των προηγούμενων δεκαετιών, παγιώθηκε η αντίληψη ότι ορισμένα εθνικά χαρακτηριστικά μας τοποθετούν πέρα από τα όρια της φασιστικής μόλυνσης. Αυτή η βαρύτατη αμέλεια της αριστεράς που δεν αναρωτιέται ούτε τώρα τι προκάλεσε τη διατήρηση του ναζισμού στην εθνική μας ζωή, έστω ως ένα περιφερειακό φαινόμενο, το οποίο βασίστηκε στον παθολογικό υπόκοσμο της κοινωνίας και έρχεται τώρα να διεκδικήσει κεντρικό πολιτικό ρόλο. Δυστυχώς σύντροφοι, οι δημοκρατικές αρχές δεν απονέμονται στο έθνος άπαξ δια παντός. Τώρα με οδύνη ανακαλύπτουμε ότι οι αρχές τις οποίες επικαλούμαστε απλά δεν υπάρχουν πλέον. Αν ο λαός μας διαμόρφωσε στο παρελθόν μια σπουδαία δημοκρατική παράδοση, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι οι δημοκρατικές αρχές είναι και θα είναι έμφυτες στο έθνος, στο παρόν και στο μέλλον. Ο λαός που τον λέμε ελληνικό, επειδή απλά μιλά ελληνικά, ήταν εξ’ αρχής βέβαιο πως θα μεταμορφωνόταν ανεπίγνωστα σε καλοπερασάκια καταναλωτή, σε μιαν αδιάφορη μάζα. Ίσως να είναι η ώρα, ίσως και να είναι πια αργά, να απελευθερωθεί η ελληνική αριστερά από τις χρόνιες ψευδαισθήσεις της.

Το πιο καταδικασμένο στη σιωπή στοιχείο της τρέχουσας κρίσης, είναι πως πάνω απ’ όλα, η κρίση αυτή αντιπροσωπεύει μια άγρια διαμάχη αναφορικά με το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, συνύπαρξης και πράξης. Πάει καιρός, που σαν λαός, έχουμε βουλιάξει στο επίπεδο μιας ανώνυμης (για τους ελληναράδες, επώνυμης) μάζας, για την οποία η συνείδηση, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το νόημα της αλήθειας και της δικαιοσύνης, της πολιτισμένης συμπεριφοράς και του θάρρους αποτελούσε και αποτελεί άχρηστο βάρος. Ένα βαρίδι που μας εμποδίζει στον αγώνα κατάκτησης της φαινομενικής ή της αληθινής άνεσης. Το τραγελαφικό είναι ότι στον κίνδυνο απώλειας αυτής της άνεσης, οι διεκδικήσεις μας επικαλούνται αυτό ακριβώς το βάρος που μέχρι χθες ξορκίζαμε. Ό,τι με κυνισμό φτύναμε χθες στις κατ’ ιδίαν συντροφιές των «πετυχημένων», γίνεται σήμερα η σημαία της κριτικής μας στην πολιτική και στους άλλους γύρω μας.

Όμως, όσο κι αν αυτή η συμπεριφορά μοιάζει αντιφατική, είναι εν τούτοις ερμηνεύσιμη. Γιατί, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ατομική ζωή, έτσι και στην κοινωνία, είναι ευκολότερο να απαλλαγεί κανείς από τις ψευδαισθήσεις που έχει σε σχέση με τους άλλους, παρά να ξεμπλέξει με τις «ονειρώξεις» που έχει με την«πάρτη» του.

Εδώ νομίζω πως βρίσκεται και το κουμπί της κρίσης. Αφού η κρίση εκδηλώνεται ως απογοήτευση από την ελπίδα, ως ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα, ή ως  αντικατάσταση της ελπίδας με την απόγνωση, είναι επιτακτική η ανάγκη να απελευθερωθούμε από τις ψευδαισθήσεις μας. Και για να γίνει αυτό, απαιτείται να απαλλαγούμε από το πέπλο των ψυχικών διαθέσεων –αυτό που μας κινεί μέχρι στιγμής ως άτομα αλλά και ως κοινωνία- και να οδηγηθούμε σε μια βαθιά πολιτική  συνειδητοποίηση.

Με άλλα λόγια, καθώς η κρίση εκδηλώνεται -μεταξύ των άλλων- και ως συναισθηματικό σοκ, το ουσιώδες ερώτημα είναι αν το σοκ αυτό θα ανοίξει τα μάτια κάποιων κοινωνικών ομάδων προς μια βαθύτερη και αυθεντικότερη συνειδητοποίηση ή θα ενισχύσει τις προηγούμενες προκαταλήψεις, αχρηστεύοντας με νέες ψευδαισθήσεις την ικανότητα του λαού να κινηθεί προς μια κατεύθυνση διεξόδου.  Κι ακόμη περισσότερο: Θα απελευθερώσει άραγε η αυθεντική αληθής κατανόηση της πραγματικότητας, νέα ενέργεια, κριτικό ζήλο και νέο ακτιβισμό ή θα επιφέρει νέα κατάθλιψη βυθίζοντας μας όλους στην παθητικότητα και στο λήθαργο;

Από τα ερωτήματα αυτά αναδεικνύεται και ένα νέο πολιτικό κριτήριο. Ποια πολιτική τελικά ενισχύει τις παλιές ψευδαισθήσεις και ποια απελευθερώνει τις διαδικασίες μιας ειλικρινούς συνειδητοποίησης;
Ποια πολιτική διευκολύνει την παραμονή του λαού μας στην κατάσταση της ανηλικότητας; Ποια πολιτική υπονομεύει τις όποιες λιγοστές προσπάθειες να βρει ο λαός μας το θάρρος να απελευθερωθεί από τις νηπιακές ψευδαισθήσεις του; Ποια πολιτική εξωθεί το λαό στην αυτο-ενοχοποίηση, που είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την εν συνεχεία απο-ενοχοποίηση και την αέναη διαιώνιση των ψευδαισθήσεων του προφανούς;

Θα αποτολμήσω έναν ακόμη αφορισμό: Πρέπει να ξαναγίνουμε λαός. Σπεύδω να αναγνωρίσω, πως στην παρούσα συγκυρία, μοιάζει η απλή επιβίωση να αποτελεί το πάν και πως είμαστε ένας λαός που πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στην εκμηδένιση του. Αν θέλουμε να μιλάμε με ειλικρίνεια. Όμως ένας λαός αποτελεί Λαό (με λ κεφαλαίο) τότε και μόνον τότε, όταν βάζει κατά νου κάτι παραπάνω από την απλή επιβίωσή του. Προφανώς δεν μιλώ για μια νέα Μεγάλη Ιδέα. Μιλώ για την κατάστρωση ενός προγράμματος που θα καθορίζει και θα καθορίζεται από ένα νέο νόημα ύπαρξης για το λαό μας. Έχει ωριμάσει νομίζω ο καιρός που πρέπει να μας είναι αδιανόητη η ύπαρξη του λαού μας ως απλή επιβίωση ή ως μια τυχαιότητα της ιστορίας, που μάλιστα τώρα τυχαίνει να κλείνει τον κύκλο της.

Χρειαζόμαστε άμεσα και εσπευσμένα, ένα νέο αληθή και ελληνικό Διαφωτισμό που δεν θα έχει σχεδόν τίποτα να κάνει με τα λαμπρά φώτα της Εσπερίας.

Χρειαζόμαστε ήδη από χθες, το θάρρος και την αποφασιστικότητα του λαού  που πριν απ’ όλα δεν διστάζει να γνωρίσει τι διαδραματίζεται γύρω του. Ύστερα, δεν ξεπέφτει σε μιαν αδιάφορη τύφλωση και τέλος έχει το κουράγιο να πράττει και να μεταβάλλει τα δεδομένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποδεικνύεται αντάξιος της ελευθερίας του.

Καλώς ή κακώς, όπως μπορεί να συμβεί σε κάθε πεπερασμένη ύπαρξη, εκπέσαμε σαν λαός σε μια νηπιώδη χρόνια αφασία. Όμως η λαϊκότητα ενός λαού,  όπως και η ανθρωπιά ενός ανθρώπου, έγκειται ακριβώς στο να βρει το θάρρος να αποδεσμευτεί απ’ αυτή την ανελευθερία που του αρνείται την ενηλικίωση. Ζόρικα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ελευθερία, ενηλικίωση και ριψοκινδύνευση ήταν και είναι πάντα ίχνη του ίδιου υφάσματος.
 
* Ο  ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι Οικονομολόγος
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου