των Daniele Scalea και Tiberio Graziani
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραπαίει. Και όχι μόνο λόγω της “ελαττωματικής αρχιτεκτονικής” του ευρώ, όπως λέγεται. Οι αποκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των ανά χώρα κυρίαρχων δυνάμεων [το αποκαλούμενο “εθνικό συμφέρον”] εντείνονται με τις αλλαγές που συμβαίνουν στον σύγχρονο κόσμο και γίνονται πλέον έντονα αισθητές. Αφορούν δε και τα πολιτικά θεμέλιά της που οικοδομήθηκαν σε μια άλλη εποχή. Ενδεικτικό το άρθρο δύο Ιταλών πολιτικών ερευνητών.
Ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα. Τα τελευταία χρόνια ακόμη πιο γρήγορα. Οι συστημικές κρίσεις (και οι “μεγάλες υφέσεις” που ακολουθούν) έχουν προκαλέσει ιστορικά επιτάχυνση της ήδη υφιστάμενης δυναμικής ανόδου και πτώσης των μεγάλων δυνάμεων: Το 1873 η κρίση διευκόλυνε την άνοδο των ΗΠΑ και της Γερμανίας σε σχέση με τη Μεγάλη Βρετανία, εκείνη του 1929 βοήθησε τη γερμανική ανάκαμψη και την ΕΣΣΔ να καλύψει το βιομηχανικό χάσμα της.
Η κρίση που άρχισε το 2008 επιταχύνει την άνοδο των αποκαλούμενων “αναδυόμενων δυνάμεων” (στην πραγματικότητα έχουν ήδη αναδυθεί) ιδίως των BRICS, και πάνω απ' όλα της Κίνας, ενώ το μέχρι στιγμής κυρίαρχο δυτικό σύστημα των ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας υποχωρεί. Η σύντομη περίοδος του μονοπολικού κόσμου που συνέπεσε με τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές αυτής του 2000 έχει πλέον παρέλθει: σήμερα μιλούμε συνήθως για έναν πολυπολικό κόσμο.
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε ακόμη στη μετάβαση από τη μονοπολική στην πολυπολική φάση με τις ΗΠΑ να διατηρούν την ηγεμονική θέση τους. Όμως, φαίνεται αναπόφευκτη η δημιουργία ενός πραγματικά πολυπολικού συστήματος στο άμεσο μέλλον.
Οι αλλαγές που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ασήμαντες. Κάποια γεγονότα έχουν κρίσιμες διαστάσεις. Όπως η αναβίωση της Κίνας και της Ινδίας ύστερα από αιώνες αφάνειας ή η σταδιακή απώλεια της κεντρικής πολιτικής, πολιτιστικής και οικονομικής θέσης που κατείχε η Δύση. Μιας δομής που εμφανίστηκε από τον 16ο αιώνα και τώρα εξαφανίζεται.
Εν όψει αυτών των ορμητικών αλλαγών, ουδείς, ούτε βεβαίως η Ιταλία, μπορεί να μείνει ακίνητος και αδρανής. Έχει έλθει η στιγμή η Ιταλία να στοχαστεί, χωρίς ιδεολογικά ταμπού ή ακινησία που οφείλεται στη συνήθεια, τα εθνικά συμφέροντά της και την πιο κατάλληλη στρατηγική για να τα εξυπηρετήσει σ' ένα μέλλον που πλησιάζει με γοργό ρυθμό.
Η προσαρμογή στο περιβάλλον είναι κρίσιμη για την επιτυχία. Η προσοχή πρέπει να στραφεί πάνω απ' όλα στους δυο πυλώνες που καθόρισαν την ιταλική εξωτερική πολιτική τα περασμένα 60 χρόνια: τον ατλαντισμό και τον ευρωπαϊσμό. Η αλλαγή εποχής φέρνει επίσης μια κατηγορική μεταβολή. Η γεωπολιτική μπορεί να προσφέρει χρήσιμα εργαλεία για τον προσδιορισμό και την κατανόηση των νέων ιστορικών κατηγοριών, ακόμη κι αν πρέπει να βοηθηθεί από μια σειρά επικουρικών επιστημών που κυμαίνονται από τα οικονομικά μέχρι την ανθρωπολογία και από την τεχνολογία μέχρι τη γεωγραφία.
Στα μισά του 20ού αιώνα, η Ιταλία εισήλθε στο δυτικό σύστημα ή μάλλον στο βορειοατλαντικό, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ήταν μια αναπόδραστη επιλογή: η Ιταλία μόλις είχε χάσει τον πόλεμο, ήταν υπό στρατιωτική κατοχή και το μέλλον αποφασίστηκε αυθαίρετα από τις δυνάμεις που είχαν κερδίσει στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ευρώπη χωρίστηκε σε σφαίρες επιρροής.
Η Ιταλία διάλεξε την ατλαντική σφαίρα πρώτα απ' όλα επειδή αναγκάστηκε να το κάνει. Υπήρχε βεβαίως και η σοβιετική απειλή, αν και ήταν περισσότερο φανταστική παρά πραγματική. Η ΕΣΣΔ συνέχιζε να χρησιμοποιεί επιθετική ρητορική και οικουμενική ιδεολογία, αλλά , στην πραγματικότητα, από την εποχή του Στάλιν και μέχρι τη διάλυσή της, επέδειξε κυρίως συντηρητική συμπεριφορά. Ο Στάλιν επέλεξε να οικοδομήσει το σοσιαλισμό σε μία χώρα μόνο και οι διάδοχοί του έπρεπε να λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσής της.
Τελικά, αυτό το πρόβλημα αποδείχθηκε άλυτο.
Στην Ευρώπη του 2012, η Ρωσία –η οποία δεν είναι πλέον κομμουνιστική από εικοσαετίας-- είναι οφθαλμοφανές ότι δεν αντιπροσωπεύει πλέον καμιά απειλή. Εκτός από την επιμονή σε ορισμένους τομείς του Τύπου, η Ρωσική Ομοσπονδία είναι αξιόπιστος εταίρος, με κουλτούρα παρόμοια με την ευρωπαϊκή (ή μάλλον με ευρωπαϊκή κουλτούρα), δεν έχει επιθετικούς στόχους, αλλά στοχεύει να γίνει εταίρος της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης με την οποία έχει ισχυρή δυναμική συμβατότητας (το κλασικό παράδειγμα είναι το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο ως αναγκαία για να τροφοδοτήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία).
Εντούτοις, υπάρχει ένα σημαντικό εμπόδιο στη συνεργασία ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη και αυτό αποκαλείται ΝΑΤΟ. Είναι γνωστό ότι η Βορειοατλαντική συμμαχία έχει εγγενώς αντιρωσική λειτουργία και είναι γεγονός ότι διατήρησε αυτή την ιδιότητά της και μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στην πραγματικότητα, έκτοτε το ΝΑΤΟ έχει διευρύνει και επεκτείνει την περιοχή της αρμοδιότητάς του, και όλα αυτά έχουν προστεθεί στην παλιά βάση χωρίς να την εξαλείψουν. Στη μετά του 1989 εποχή, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε μέχρι τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και συνεχίζει να τηρεί το δόγμα “μέσα οι ΗΠΑ, έξω η Ρωσία”, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του λόρδου Ισμέι [πρώτου γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ].
Ο Σέρτζιο Ρομάνο [Ιταλός διπλωμάτης και ιστορικός], σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της Geopolitica, όρισε την Ευρώπη ως αιχμάλωτη του ΝΑΤΟ και εξέφρασε την ελπίδα μιας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής διακριτής από αυτής των ΗΠΑ.
Η στρατιωτική ισορροπία στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν θα πρέπει να θεωρείται πλέον σαν μια προέκταση της περιοχής επιρροής των ΗΠΑ , αλλά ως πανευρωπαϊκή ασφάλεια. Το ΝΑΤΟ πρέπει να αφήσει χώρο ή να μετασχηματιστεί σε έναν οργανισμό συλλογικής πανευρωπαϊκής ασφάλειας που δεν μπορεί να εξαιρεί τη Ρωσία. Το πρόβλημα θα είναι η θέση των ΗΠΑ σ' αυτόν.
Το να πιστεύουμε ότι τα αμερικανικά και τα ιταλικά συμφέροντα συμπίπτουν απόλυτα είναι μια αντίφαση. Οι ΗΠΑ είναι μια μεγάλη ηπειρωτική χώρα στη Βόρεια Αμερική που περικλείεται από δύο ωκεανούς. Η Ιταλία είναι μια μικρή χερσόνησος στο μέσον της Μεσογείου. Τα διαφορετικά γεωπολιτικά χαρακτηριστικά απλώς δημιουργούν διαφορές συμφερόντων ,κατά περιόδους λίγο ή πολύ βαθιές.
Η πολιτική της Ουάσιγκτον στη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή την τελευταία δεκαετία αποτελεί ένα σαφές παράδειγμα. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπους του νεότερου, οι ΗΠΑ δόμησαν, αν και όχι επίσημα, την πολιτική τους έναντι του μουσουλμανικού κόσμου στη βάση της “σύγκρουσης των πολιτισμών” και της “δημιουργικής καταστροφής”.
Αυτή η πολιτική δημιούργησε εχθρότητα ανάμεσα στις δύο όχθες της Μεσογείου, αυξάνοντας την αποσταθεροποίηση εις βάρος των χωρών της περιοχής , μεταξύ των οποίων και της Ιταλίας. Αντιθέτως, ο Ομπάμα υποστηρίζει, αν και με κάποια επιφύλαξη, την “ισλαμική αφύπνιση” που εξελίσσεται στον αραβικό κόσμο. Δεν είναι λάθος επιλογή καθ' εαυτήν, εφόσον η άνοδος των ισλαμικών κινημάτων είναι μια σταθερή τάση επί δεκαετίες, όμως οι ακρότητες αυτής της στρατηγικής είναι ασφαλώς ανησυχητικές, επειδή οδηγούν στην υποστήριξη ακραίων ένοπλων ομάδων που συνδέονται ή είναι παρόμοιες με την Αλ-Κάιντα στη Λιβύη ή στη Συρία.
Γνωρίζουμε καλά πού οδήγησε αυτή η συμπεριφορά στο Αφγανιστάν και ακόμη πληρώνουμε το τίμημα (με χρήματα, μέσα και στρατιώτες) της στρατιωτικής κατοχής αυτής της κεντροασιατικής χώρας. Τώρα, ο πραγματικός κίνδυνος είναι το ότι οι κρύπτες του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας αναπτύσσονται όχι πολύ μακριά μας. Οι ΗΠΑ που προστατεύονται από ωκεανό μπορεί να είναι πιο πρόθυμες να ρισκάρουν. Η Ιταλία, που βρίσκεται τόσο κοντά στον αραβικό κόσμο, δεν μπορεί.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι πως οι ΗΠΑ, όντας μια ηγεμονική δύναμη, θα επιχειρήσει να εμποδίσει την άνοδο άλλων χωρών. Η Ιταλία δεν έχει το ίδιο συμφέρον: δεν έχει κανένα λόγο να αντισταθεί στην άνοδο της Κίνας, της Ρωσίας, της Ινδίας ή της Βραζιλίας. Βάσει της δικής μας οπτικής, δεν είναι αρνητικό γεγονός. Αντιθέτως, ο πολυπολισμός δυναμώνει τη θέση της Ιταλίας. Σκεφθείτε την κρίση της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: ο μονοπολισμός περιόρισε την ελευθερία δράσης και μείωσε τη στρατηγική μας σημασία. Σε ένα πολυπολικό σύστημα η Ιταλία θα κερδίσει ξανά τη σημασία της.
Επιπλέον, όσο η Ευρώπη βασίζεται στις ΗΠΑ για να εγγυώνται την ασφάλειά της, δεν θα έχει δική της στρατηγική και εξωτερική πολιτική. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας εξωτερικής πολιτικής είναι αναγκαία για τη χειραφέτησή της.
Δυστυχώς, και ο άλλος πυλώνας της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες – ο ευρωπαϊσμός-- έχει αρχίσει να τρίζει αισθητά. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Όπως οι άλλες μεγάλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, μέχρι τώρα η Ιταλία οφείλει να αναπτύσσει διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία, επειδή η πολυμερής διπλωματία των Βρυξελλών διατηρεί μια όχι και τόσο κρυφή πολιτική εχθρότητας προς τη Μόσχα. Η προσπάθεια των Αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εμποδίσουν το επίτευγμα του αγωγού South Stream, ενός μεγάλου στρατηγικού έργου υποδομής για την προμήθεια της Ιταλίας με ενέργεια, δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η κρίση στη Λιβύη, το περασμένο έτος, έφερε στο φως κι άλλες διαιρέσεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και το 2003 με την εισβολή στο Ιράκ, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αυτές επηρέασαν άμεσα την Ιταλία. Η Λιβύη είχε γίνει στρατηγικός εταίρος για την Ιταλία – μια σχέση που σφραγίστηκε με μια πρόσφατη συνθήκη φιλίας και συνεργασίας--, αλλά κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ και υπό την ηγεσία της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, δεν δίστασαν να επιτεθούν στη χώρα αυτή.
Μπορούμε να έχουμε οποιαδήποτε υποκειμενική πολιτική και ηθική κρίση για την πτώση του αλ-Καντάφι, αλλά είναι αντικειμενικό γεγονός ότι μια σχετικά ευημερούσα και σταθερή βορειοαφρικάνικη χώρα έχει μεταβληθεί σε μια χώρα διαιρεμένη σε μια μάζα αντίπαλων ένοπλων ομάδων. Είναι ανησυχητικό –και αποκαλυπτικό του σεβασμού που απολαμβάνει η Ρώμη μέσα στη Βορειοατλαντική συμμαχία-- ότι ο άξονας Ουάσιγκτον-Λονδίνου-Παρισιού αποσταθεροποίησε ελαφρά τη καρδία μια φιλική χώρα και στρατηγικό προμηθευτή υδρογοναθράκων και οικονομικών πόρων για την Ιταλία.
Το τελευταίο και πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η συμπεριφορά της Ευρώπης εν όψει της κρίσης χρέους, που ενέπλεξε διαφορετικές χώρες μέσα την Ευρωπαϊκή Ένωση, και την Ιταλία μεταξύ αυτών.
Η ΕΕ δεν στάθηκε ικανή να δημιουργήσει κοινό μέτωπο. Αντίθετα, επικράτησαν η φιλαυτία και τα ειδικά συμφέροντα, που οδήγησαν σε επιδείνωση της κατάστασης στις πιο εκτεθειμένες χώρες. Αντί να απλωθεί ένα χέρι και να προσφέρει πραγματική βοήθεια, η ευρωπαϊκή εκτελεστική Αρχή (ακόμη πιο γερμανική στο χαρακτήρα της) επέβαλε υφεσιακή και σφικτή πολιτική που οδηγεί (και πιθανώς προωθεί) την υποκατάσταση των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων με “τεχνοκρατικές”, μη νομιμοποιημένες από τη λαϊκή ψήφο. Μπορεί, όπως ελπίζει ο Σέρτζιο Ρομάνο, η Ευρώπη να βγει από την κρίση πιο δυνατή και πιο ενωμένη, έχοντας οικοδομήσει τα θεμέλια των “Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης”. Είναι όμως επίσης δυνατό αυτή η κρίση να καταλήξει στο αντίθετο, στην αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην αφάνεια μιας ατελούς και ανεπαρκούς ολοκλήρωσης.
Η σκιά του τέλους του ονείρου της ευρωπαϊκής ενότητας, ή μιας αέναης χρονοτριβής στη διαδικασία της ολοκλήρωσης, επιβάλλει στην Ιταλία να μάθει να στηρίζεται λιγότερο στον πολυμερισμό [στην άσκηση πολιτικής μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών] που ήταν η οικεία μέθοδος της διπλωματίας μας τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ικανότητα να συνυφαίνουμε στρατηγικές διμερείς σχέσεις είναι θεμελιώδης στο παρόν πλαίσιο, της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης και της μετάβασης από τη μονοπολική στην πολυπολική φάση. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι στην εποχή μας μια χώρα όπως η Ιταλία δεν έχει σαφή, φυσικά όρια στην πολιτική και στρατηγική της δράση. Η παγκόσμια τάση είναι η περιφερειακή ολοκλήρωση, όπως δείχνουν ειδικότερα οι νέες ολοκληρώσεις, επί παραδείγματι η UNASUR [στη Λατινική Αμερική] και η αναγγελία της Ευρασιατικής Ένωσης. Η Ευρώπη, που προπορεύτηκε, κινδυνεύει σ' αυτή τη φάση να βρεθεί ενάντια σ' αυτή την τάση και να καταρρεύσει.
Συνεπώς, η Ιταλία πρέπει να εξετάσει το περιβάλλον που διαμορφώνεται και να βρει εναλλακτικές λύσεις. Η γεωγραφία μάς δίνει μια μοναδική εναλλακτική έναντι της Ευρώπης: τη Μεσόγειο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιβιώσει ή να διαλυθεί, αλλά μια εξέταση του “τρίτου κύκλου” της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής είναι απαραίτητη. Μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, η Τουρκία, αναδύεται στη Μεσόγειο και έχει αρχίσει η ανανέωση των κοινωνικο-πολιτικών ελίτ στα περισσότερα μέρη του αραβικού κόσμου. Αυτή η κίνηση ανανέωσης θα μπορούσε να επισκιάσει επίσης την επιστροφή στο προηγούμενο μεγαλείο μιας άλλης χώρας με σπουδαία δυναμική: της Αιγύπτου.
Οι ισλαμιστές εισέρχονται στο “θάλαμο ελέγχου” πολλών χωρών και ειδικά η επιτυχία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε διάφορες χώρες προεικονίζει μια αλλαγή, μη δευτερεύουσας σημασίας, στο στρατηγικό και πολιτικό πρότυπο του μεσογειακού και αραβικού κόσμου. Η Ιταλία επέδειξε ανησυχητική ανικανότητα να παρέμβει σ' αυτή τη διαδικασία που αφορά τις ακριβώς απέναντι γειτονικές μας χώρες. Σε αντίθεση μ' αυτό, είναι αναγκαίο να δώσουμε τη δυνατότητα να μετατραπεί η Μεσόγειος σε περιοχή ειρήνης, συνεργασίας και δυνητικής ολοκλήρωσης (ένας στόχος στον οποίο έχει αφιερωθεί η IsAG συμμετέχοντας στην Πρωτοβουλία Μόσχα- Ιστανμπούλ--Ρώμη).*
Μέχρι αυτό το σημείο εξετάσαμε πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθεί η Ιταλία στον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν είναι λιγότερο σημαντικό να θίξουμε τι πρέπει να γίνει στο εσωτερικό της. Η εξωτερική πολιτική είναι απλώς το κατηγόρημα ενός υποκειμένου που είναι το ίδιο το κράτος. Η πιο συνετή και έξυπνη στρατηγική δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη στέρεας εσωτερικής βάσης στήριξης.
Η Ιταλία δεν θα είναι ικανή να επιτύχει τα εθνικά συμφέροντά της ή να αναπτύξει μια επιτυχή στρατηγική, αν δεν είναι ισχυρή χώρα. Ξεκινάμε από προνομιακή θέση: Η Ιταλία είναι η όγδοη χώρα στον κόσμο από την άποψη του ονομαστικού ΑΕΠ και το ιταλικό κράτος έχει τον έκτο μεγαλύτερο προϋπολογισμό στον πλανήτη. Αλλά πρέπει να αλλάξουμε την πορεία μας που είναι καθοδική τα τελευταία είκοσι χρόνια. Είναι αναγκαία μια σοβαρή βιομηχανική πολιτική: η κινεζική άνοδος δείχνει πως η “τριτοποίηση” (ή χρηματιστικοποίηση) της οικονομίας δεν είναι η “ανώτατη φάση του καπιταλισμού”.
Η Ιταλία έχει ανάγκη να αποκτήσει και πάλι τη μεγάλη βιομηχανία με υψηλό τεχνολογικό δυναμικό που είχαμε πριν από κάποιο χρόνο. Επιπλέον είναι αναγκαίο να στηρίξουμε τον πυλώνα της ιταλικής οικονομίας, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που σήμερα υποφέρουν από το συνδυασμό ενός σκληρού νομίσματος και από την όλο και πιο σκληρή φορολογία.
Το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ελαττώματα του οποίου είναι γνωστά, πρέπει να μεταρρυθμιστεί αλλά χωρίς να ενδώσουμε στον πειρασμό –πολύ δημοφιλή αυτούς τους καιρούς των “θυσιών”-- να δημιουργήσουμε ένα φθηνό σύστημα εκπαίδευσης με κοινωνικές διακρίσεις, άδικο και αντιπαραγωγικό. Αλλά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να ανακτηθεί η πλήρης ιταλική κυριαρχία, που αποτελεί την πρώτη απ' όλες τις ελευθερίες της στρατηγικής σκέψης, και πρέπει να υποστηριχθεί από έναν ισχυρό και συνεκτικό λαό. Δυστυχώς, σήμερα στην Ιταλία δεν υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία.
*Ο Τιβέριο Γρατσιάνι είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Προωθημένων Μελετών Γεωπολιτικής και Επικουρικών Επιστημών (IsAG).Ο Ντανιέλε Σκαλέα είναι επιστημονικός γραμματέας του ίδιου Ινστιτούτου.
*Η Πρωτοβουλία ΜΙΡ,όπως ορίζεται από την ιστοσελίδα της, συνίσταται από μια σειρά γεγονότων που αποσκοπούν να συνδέσουν τις νέες ελίτ που αναδεικνύονται σ' αυτές τις χώρες και στην περιοχή πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής επιρροής τους.
Μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
Πηγή: Global Research, 29/8/ 2012 και tometopo
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραπαίει. Και όχι μόνο λόγω της “ελαττωματικής αρχιτεκτονικής” του ευρώ, όπως λέγεται. Οι αποκλίσεις συμφερόντων μεταξύ των ανά χώρα κυρίαρχων δυνάμεων [το αποκαλούμενο “εθνικό συμφέρον”] εντείνονται με τις αλλαγές που συμβαίνουν στον σύγχρονο κόσμο και γίνονται πλέον έντονα αισθητές. Αφορούν δε και τα πολιτικά θεμέλιά της που οικοδομήθηκαν σε μια άλλη εποχή. Ενδεικτικό το άρθρο δύο Ιταλών πολιτικών ερευνητών.
Ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα. Τα τελευταία χρόνια ακόμη πιο γρήγορα. Οι συστημικές κρίσεις (και οι “μεγάλες υφέσεις” που ακολουθούν) έχουν προκαλέσει ιστορικά επιτάχυνση της ήδη υφιστάμενης δυναμικής ανόδου και πτώσης των μεγάλων δυνάμεων: Το 1873 η κρίση διευκόλυνε την άνοδο των ΗΠΑ και της Γερμανίας σε σχέση με τη Μεγάλη Βρετανία, εκείνη του 1929 βοήθησε τη γερμανική ανάκαμψη και την ΕΣΣΔ να καλύψει το βιομηχανικό χάσμα της.
Η κρίση που άρχισε το 2008 επιταχύνει την άνοδο των αποκαλούμενων “αναδυόμενων δυνάμεων” (στην πραγματικότητα έχουν ήδη αναδυθεί) ιδίως των BRICS, και πάνω απ' όλα της Κίνας, ενώ το μέχρι στιγμής κυρίαρχο δυτικό σύστημα των ΗΠΑ, Ευρώπης και Ιαπωνίας υποχωρεί. Η σύντομη περίοδος του μονοπολικού κόσμου που συνέπεσε με τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές αυτής του 2000 έχει πλέον παρέλθει: σήμερα μιλούμε συνήθως για έναν πολυπολικό κόσμο.
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε ακόμη στη μετάβαση από τη μονοπολική στην πολυπολική φάση με τις ΗΠΑ να διατηρούν την ηγεμονική θέση τους. Όμως, φαίνεται αναπόφευκτη η δημιουργία ενός πραγματικά πολυπολικού συστήματος στο άμεσο μέλλον.
Οι αλλαγές που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ασήμαντες. Κάποια γεγονότα έχουν κρίσιμες διαστάσεις. Όπως η αναβίωση της Κίνας και της Ινδίας ύστερα από αιώνες αφάνειας ή η σταδιακή απώλεια της κεντρικής πολιτικής, πολιτιστικής και οικονομικής θέσης που κατείχε η Δύση. Μιας δομής που εμφανίστηκε από τον 16ο αιώνα και τώρα εξαφανίζεται.
Εν όψει αυτών των ορμητικών αλλαγών, ουδείς, ούτε βεβαίως η Ιταλία, μπορεί να μείνει ακίνητος και αδρανής. Έχει έλθει η στιγμή η Ιταλία να στοχαστεί, χωρίς ιδεολογικά ταμπού ή ακινησία που οφείλεται στη συνήθεια, τα εθνικά συμφέροντά της και την πιο κατάλληλη στρατηγική για να τα εξυπηρετήσει σ' ένα μέλλον που πλησιάζει με γοργό ρυθμό.
Η προσαρμογή στο περιβάλλον είναι κρίσιμη για την επιτυχία. Η προσοχή πρέπει να στραφεί πάνω απ' όλα στους δυο πυλώνες που καθόρισαν την ιταλική εξωτερική πολιτική τα περασμένα 60 χρόνια: τον ατλαντισμό και τον ευρωπαϊσμό. Η αλλαγή εποχής φέρνει επίσης μια κατηγορική μεταβολή. Η γεωπολιτική μπορεί να προσφέρει χρήσιμα εργαλεία για τον προσδιορισμό και την κατανόηση των νέων ιστορικών κατηγοριών, ακόμη κι αν πρέπει να βοηθηθεί από μια σειρά επικουρικών επιστημών που κυμαίνονται από τα οικονομικά μέχρι την ανθρωπολογία και από την τεχνολογία μέχρι τη γεωγραφία.
Στα μισά του 20ού αιώνα, η Ιταλία εισήλθε στο δυτικό σύστημα ή μάλλον στο βορειοατλαντικό, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ήταν μια αναπόδραστη επιλογή: η Ιταλία μόλις είχε χάσει τον πόλεμο, ήταν υπό στρατιωτική κατοχή και το μέλλον αποφασίστηκε αυθαίρετα από τις δυνάμεις που είχαν κερδίσει στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ευρώπη χωρίστηκε σε σφαίρες επιρροής.
Η Ιταλία διάλεξε την ατλαντική σφαίρα πρώτα απ' όλα επειδή αναγκάστηκε να το κάνει. Υπήρχε βεβαίως και η σοβιετική απειλή, αν και ήταν περισσότερο φανταστική παρά πραγματική. Η ΕΣΣΔ συνέχιζε να χρησιμοποιεί επιθετική ρητορική και οικουμενική ιδεολογία, αλλά , στην πραγματικότητα, από την εποχή του Στάλιν και μέχρι τη διάλυσή της, επέδειξε κυρίως συντηρητική συμπεριφορά. Ο Στάλιν επέλεξε να οικοδομήσει το σοσιαλισμό σε μία χώρα μόνο και οι διάδοχοί του έπρεπε να λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσής της.
Τελικά, αυτό το πρόβλημα αποδείχθηκε άλυτο.
Στην Ευρώπη του 2012, η Ρωσία –η οποία δεν είναι πλέον κομμουνιστική από εικοσαετίας-- είναι οφθαλμοφανές ότι δεν αντιπροσωπεύει πλέον καμιά απειλή. Εκτός από την επιμονή σε ορισμένους τομείς του Τύπου, η Ρωσική Ομοσπονδία είναι αξιόπιστος εταίρος, με κουλτούρα παρόμοια με την ευρωπαϊκή (ή μάλλον με ευρωπαϊκή κουλτούρα), δεν έχει επιθετικούς στόχους, αλλά στοχεύει να γίνει εταίρος της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης με την οποία έχει ισχυρή δυναμική συμβατότητας (το κλασικό παράδειγμα είναι το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο ως αναγκαία για να τροφοδοτήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία).
Εντούτοις, υπάρχει ένα σημαντικό εμπόδιο στη συνεργασία ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη και αυτό αποκαλείται ΝΑΤΟ. Είναι γνωστό ότι η Βορειοατλαντική συμμαχία έχει εγγενώς αντιρωσική λειτουργία και είναι γεγονός ότι διατήρησε αυτή την ιδιότητά της και μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στην πραγματικότητα, έκτοτε το ΝΑΤΟ έχει διευρύνει και επεκτείνει την περιοχή της αρμοδιότητάς του, και όλα αυτά έχουν προστεθεί στην παλιά βάση χωρίς να την εξαλείψουν. Στη μετά του 1989 εποχή, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε μέχρι τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και συνεχίζει να τηρεί το δόγμα “μέσα οι ΗΠΑ, έξω η Ρωσία”, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του λόρδου Ισμέι [πρώτου γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ].
Ο Σέρτζιο Ρομάνο [Ιταλός διπλωμάτης και ιστορικός], σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της Geopolitica, όρισε την Ευρώπη ως αιχμάλωτη του ΝΑΤΟ και εξέφρασε την ελπίδα μιας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής διακριτής από αυτής των ΗΠΑ.
Η στρατιωτική ισορροπία στην ευρωπαϊκή ήπειρο δεν θα πρέπει να θεωρείται πλέον σαν μια προέκταση της περιοχής επιρροής των ΗΠΑ , αλλά ως πανευρωπαϊκή ασφάλεια. Το ΝΑΤΟ πρέπει να αφήσει χώρο ή να μετασχηματιστεί σε έναν οργανισμό συλλογικής πανευρωπαϊκής ασφάλειας που δεν μπορεί να εξαιρεί τη Ρωσία. Το πρόβλημα θα είναι η θέση των ΗΠΑ σ' αυτόν.
Το να πιστεύουμε ότι τα αμερικανικά και τα ιταλικά συμφέροντα συμπίπτουν απόλυτα είναι μια αντίφαση. Οι ΗΠΑ είναι μια μεγάλη ηπειρωτική χώρα στη Βόρεια Αμερική που περικλείεται από δύο ωκεανούς. Η Ιταλία είναι μια μικρή χερσόνησος στο μέσον της Μεσογείου. Τα διαφορετικά γεωπολιτικά χαρακτηριστικά απλώς δημιουργούν διαφορές συμφερόντων ,κατά περιόδους λίγο ή πολύ βαθιές.
Η πολιτική της Ουάσιγκτον στη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή την τελευταία δεκαετία αποτελεί ένα σαφές παράδειγμα. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπους του νεότερου, οι ΗΠΑ δόμησαν, αν και όχι επίσημα, την πολιτική τους έναντι του μουσουλμανικού κόσμου στη βάση της “σύγκρουσης των πολιτισμών” και της “δημιουργικής καταστροφής”.
Αυτή η πολιτική δημιούργησε εχθρότητα ανάμεσα στις δύο όχθες της Μεσογείου, αυξάνοντας την αποσταθεροποίηση εις βάρος των χωρών της περιοχής , μεταξύ των οποίων και της Ιταλίας. Αντιθέτως, ο Ομπάμα υποστηρίζει, αν και με κάποια επιφύλαξη, την “ισλαμική αφύπνιση” που εξελίσσεται στον αραβικό κόσμο. Δεν είναι λάθος επιλογή καθ' εαυτήν, εφόσον η άνοδος των ισλαμικών κινημάτων είναι μια σταθερή τάση επί δεκαετίες, όμως οι ακρότητες αυτής της στρατηγικής είναι ασφαλώς ανησυχητικές, επειδή οδηγούν στην υποστήριξη ακραίων ένοπλων ομάδων που συνδέονται ή είναι παρόμοιες με την Αλ-Κάιντα στη Λιβύη ή στη Συρία.
Γνωρίζουμε καλά πού οδήγησε αυτή η συμπεριφορά στο Αφγανιστάν και ακόμη πληρώνουμε το τίμημα (με χρήματα, μέσα και στρατιώτες) της στρατιωτικής κατοχής αυτής της κεντροασιατικής χώρας. Τώρα, ο πραγματικός κίνδυνος είναι το ότι οι κρύπτες του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας αναπτύσσονται όχι πολύ μακριά μας. Οι ΗΠΑ που προστατεύονται από ωκεανό μπορεί να είναι πιο πρόθυμες να ρισκάρουν. Η Ιταλία, που βρίσκεται τόσο κοντά στον αραβικό κόσμο, δεν μπορεί.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι πως οι ΗΠΑ, όντας μια ηγεμονική δύναμη, θα επιχειρήσει να εμποδίσει την άνοδο άλλων χωρών. Η Ιταλία δεν έχει το ίδιο συμφέρον: δεν έχει κανένα λόγο να αντισταθεί στην άνοδο της Κίνας, της Ρωσίας, της Ινδίας ή της Βραζιλίας. Βάσει της δικής μας οπτικής, δεν είναι αρνητικό γεγονός. Αντιθέτως, ο πολυπολισμός δυναμώνει τη θέση της Ιταλίας. Σκεφθείτε την κρίση της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: ο μονοπολισμός περιόρισε την ελευθερία δράσης και μείωσε τη στρατηγική μας σημασία. Σε ένα πολυπολικό σύστημα η Ιταλία θα κερδίσει ξανά τη σημασία της.
Επιπλέον, όσο η Ευρώπη βασίζεται στις ΗΠΑ για να εγγυώνται την ασφάλειά της, δεν θα έχει δική της στρατηγική και εξωτερική πολιτική. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας εξωτερικής πολιτικής είναι αναγκαία για τη χειραφέτησή της.
Δυστυχώς, και ο άλλος πυλώνας της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες – ο ευρωπαϊσμός-- έχει αρχίσει να τρίζει αισθητά. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Όπως οι άλλες μεγάλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, μέχρι τώρα η Ιταλία οφείλει να αναπτύσσει διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία, επειδή η πολυμερής διπλωματία των Βρυξελλών διατηρεί μια όχι και τόσο κρυφή πολιτική εχθρότητας προς τη Μόσχα. Η προσπάθεια των Αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εμποδίσουν το επίτευγμα του αγωγού South Stream, ενός μεγάλου στρατηγικού έργου υποδομής για την προμήθεια της Ιταλίας με ενέργεια, δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η κρίση στη Λιβύη, το περασμένο έτος, έφερε στο φως κι άλλες διαιρέσεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και το 2003 με την εισβολή στο Ιράκ, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αυτές επηρέασαν άμεσα την Ιταλία. Η Λιβύη είχε γίνει στρατηγικός εταίρος για την Ιταλία – μια σχέση που σφραγίστηκε με μια πρόσφατη συνθήκη φιλίας και συνεργασίας--, αλλά κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ και υπό την ηγεσία της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, δεν δίστασαν να επιτεθούν στη χώρα αυτή.
Μπορούμε να έχουμε οποιαδήποτε υποκειμενική πολιτική και ηθική κρίση για την πτώση του αλ-Καντάφι, αλλά είναι αντικειμενικό γεγονός ότι μια σχετικά ευημερούσα και σταθερή βορειοαφρικάνικη χώρα έχει μεταβληθεί σε μια χώρα διαιρεμένη σε μια μάζα αντίπαλων ένοπλων ομάδων. Είναι ανησυχητικό –και αποκαλυπτικό του σεβασμού που απολαμβάνει η Ρώμη μέσα στη Βορειοατλαντική συμμαχία-- ότι ο άξονας Ουάσιγκτον-Λονδίνου-Παρισιού αποσταθεροποίησε ελαφρά τη καρδία μια φιλική χώρα και στρατηγικό προμηθευτή υδρογοναθράκων και οικονομικών πόρων για την Ιταλία.
Το τελευταίο και πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η συμπεριφορά της Ευρώπης εν όψει της κρίσης χρέους, που ενέπλεξε διαφορετικές χώρες μέσα την Ευρωπαϊκή Ένωση, και την Ιταλία μεταξύ αυτών.
Η ΕΕ δεν στάθηκε ικανή να δημιουργήσει κοινό μέτωπο. Αντίθετα, επικράτησαν η φιλαυτία και τα ειδικά συμφέροντα, που οδήγησαν σε επιδείνωση της κατάστασης στις πιο εκτεθειμένες χώρες. Αντί να απλωθεί ένα χέρι και να προσφέρει πραγματική βοήθεια, η ευρωπαϊκή εκτελεστική Αρχή (ακόμη πιο γερμανική στο χαρακτήρα της) επέβαλε υφεσιακή και σφικτή πολιτική που οδηγεί (και πιθανώς προωθεί) την υποκατάσταση των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων με “τεχνοκρατικές”, μη νομιμοποιημένες από τη λαϊκή ψήφο. Μπορεί, όπως ελπίζει ο Σέρτζιο Ρομάνο, η Ευρώπη να βγει από την κρίση πιο δυνατή και πιο ενωμένη, έχοντας οικοδομήσει τα θεμέλια των “Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης”. Είναι όμως επίσης δυνατό αυτή η κρίση να καταλήξει στο αντίθετο, στην αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην αφάνεια μιας ατελούς και ανεπαρκούς ολοκλήρωσης.
Η σκιά του τέλους του ονείρου της ευρωπαϊκής ενότητας, ή μιας αέναης χρονοτριβής στη διαδικασία της ολοκλήρωσης, επιβάλλει στην Ιταλία να μάθει να στηρίζεται λιγότερο στον πολυμερισμό [στην άσκηση πολιτικής μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών] που ήταν η οικεία μέθοδος της διπλωματίας μας τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ικανότητα να συνυφαίνουμε στρατηγικές διμερείς σχέσεις είναι θεμελιώδης στο παρόν πλαίσιο, της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης και της μετάβασης από τη μονοπολική στην πολυπολική φάση. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι στην εποχή μας μια χώρα όπως η Ιταλία δεν έχει σαφή, φυσικά όρια στην πολιτική και στρατηγική της δράση. Η παγκόσμια τάση είναι η περιφερειακή ολοκλήρωση, όπως δείχνουν ειδικότερα οι νέες ολοκληρώσεις, επί παραδείγματι η UNASUR [στη Λατινική Αμερική] και η αναγγελία της Ευρασιατικής Ένωσης. Η Ευρώπη, που προπορεύτηκε, κινδυνεύει σ' αυτή τη φάση να βρεθεί ενάντια σ' αυτή την τάση και να καταρρεύσει.
Συνεπώς, η Ιταλία πρέπει να εξετάσει το περιβάλλον που διαμορφώνεται και να βρει εναλλακτικές λύσεις. Η γεωγραφία μάς δίνει μια μοναδική εναλλακτική έναντι της Ευρώπης: τη Μεσόγειο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιβιώσει ή να διαλυθεί, αλλά μια εξέταση του “τρίτου κύκλου” της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής είναι απαραίτητη. Μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, η Τουρκία, αναδύεται στη Μεσόγειο και έχει αρχίσει η ανανέωση των κοινωνικο-πολιτικών ελίτ στα περισσότερα μέρη του αραβικού κόσμου. Αυτή η κίνηση ανανέωσης θα μπορούσε να επισκιάσει επίσης την επιστροφή στο προηγούμενο μεγαλείο μιας άλλης χώρας με σπουδαία δυναμική: της Αιγύπτου.
Οι ισλαμιστές εισέρχονται στο “θάλαμο ελέγχου” πολλών χωρών και ειδικά η επιτυχία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε διάφορες χώρες προεικονίζει μια αλλαγή, μη δευτερεύουσας σημασίας, στο στρατηγικό και πολιτικό πρότυπο του μεσογειακού και αραβικού κόσμου. Η Ιταλία επέδειξε ανησυχητική ανικανότητα να παρέμβει σ' αυτή τη διαδικασία που αφορά τις ακριβώς απέναντι γειτονικές μας χώρες. Σε αντίθεση μ' αυτό, είναι αναγκαίο να δώσουμε τη δυνατότητα να μετατραπεί η Μεσόγειος σε περιοχή ειρήνης, συνεργασίας και δυνητικής ολοκλήρωσης (ένας στόχος στον οποίο έχει αφιερωθεί η IsAG συμμετέχοντας στην Πρωτοβουλία Μόσχα- Ιστανμπούλ--Ρώμη).*
Μέχρι αυτό το σημείο εξετάσαμε πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθεί η Ιταλία στον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν είναι λιγότερο σημαντικό να θίξουμε τι πρέπει να γίνει στο εσωτερικό της. Η εξωτερική πολιτική είναι απλώς το κατηγόρημα ενός υποκειμένου που είναι το ίδιο το κράτος. Η πιο συνετή και έξυπνη στρατηγική δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη στέρεας εσωτερικής βάσης στήριξης.
Η Ιταλία δεν θα είναι ικανή να επιτύχει τα εθνικά συμφέροντά της ή να αναπτύξει μια επιτυχή στρατηγική, αν δεν είναι ισχυρή χώρα. Ξεκινάμε από προνομιακή θέση: Η Ιταλία είναι η όγδοη χώρα στον κόσμο από την άποψη του ονομαστικού ΑΕΠ και το ιταλικό κράτος έχει τον έκτο μεγαλύτερο προϋπολογισμό στον πλανήτη. Αλλά πρέπει να αλλάξουμε την πορεία μας που είναι καθοδική τα τελευταία είκοσι χρόνια. Είναι αναγκαία μια σοβαρή βιομηχανική πολιτική: η κινεζική άνοδος δείχνει πως η “τριτοποίηση” (ή χρηματιστικοποίηση) της οικονομίας δεν είναι η “ανώτατη φάση του καπιταλισμού”.
Η Ιταλία έχει ανάγκη να αποκτήσει και πάλι τη μεγάλη βιομηχανία με υψηλό τεχνολογικό δυναμικό που είχαμε πριν από κάποιο χρόνο. Επιπλέον είναι αναγκαίο να στηρίξουμε τον πυλώνα της ιταλικής οικονομίας, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που σήμερα υποφέρουν από το συνδυασμό ενός σκληρού νομίσματος και από την όλο και πιο σκληρή φορολογία.
Το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ελαττώματα του οποίου είναι γνωστά, πρέπει να μεταρρυθμιστεί αλλά χωρίς να ενδώσουμε στον πειρασμό –πολύ δημοφιλή αυτούς τους καιρούς των “θυσιών”-- να δημιουργήσουμε ένα φθηνό σύστημα εκπαίδευσης με κοινωνικές διακρίσεις, άδικο και αντιπαραγωγικό. Αλλά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να ανακτηθεί η πλήρης ιταλική κυριαρχία, που αποτελεί την πρώτη απ' όλες τις ελευθερίες της στρατηγικής σκέψης, και πρέπει να υποστηριχθεί από έναν ισχυρό και συνεκτικό λαό. Δυστυχώς, σήμερα στην Ιταλία δεν υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία.
*Ο Τιβέριο Γρατσιάνι είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Προωθημένων Μελετών Γεωπολιτικής και Επικουρικών Επιστημών (IsAG).Ο Ντανιέλε Σκαλέα είναι επιστημονικός γραμματέας του ίδιου Ινστιτούτου.
*Η Πρωτοβουλία ΜΙΡ,όπως ορίζεται από την ιστοσελίδα της, συνίσταται από μια σειρά γεγονότων που αποσκοπούν να συνδέσουν τις νέες ελίτ που αναδεικνύονται σ' αυτές τις χώρες και στην περιοχή πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής επιρροής τους.
Μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
Πηγή: Global Research, 29/8/ 2012 και tometopo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου