2/9/12

Ο Μαρξ - η κύκληση και τα καπιταλιστικά αδιέξοδα

του Θανάση Μπαντέ

Η υπόθεση της κύκλησης του κεφαλαίου είναι λίγο – πολύ γνωστή. 
Ο κεφαλαιοκράτης επενδύει το χρήμα του στην παραγωγή, το μετατρέπει δηλαδή σε εμπόρευμα, και στη συνέχεια, με την πώληση του εμπορεύματος, ξαναμαζεύει το χρήμα που επένδυσε, κερδίζοντας φυσικά την υπεραξία, που δεν αποτελεί επιπλέον αξία του προϊόντος, αλλά προκύπτει από την εκμετάλλευση του εργαζόμενου, από την υπερεργασία που μένει απλήρωτη. 

Το χρήμα με δυο λόγια δεν αποτελεί κεφάλαιο αν παραμένει ανενεργό με τη μορφή θησαυρισμού, αλλά μόνο αν μπει στην παραγωγική διαδικασία που θα γεννήσει περισσότερο χρήμα.

Προηγείται η εξασφάλιση των παραγωγικών υποδομών (κτίρια, μηχανήματα κλπ) που ο Μαρξ ονομάζει πάγιο κεφάλαιο και που φυσικά απαιτεί χρήμα, ακολουθεί η αγορά πρώτων υλών (ανάλογα με το προϊόν που παράγεται) κι η διαδικασία ολοκληρώνεται με την αγορά της εργατικής δύναμης, που βαφτίζεται μεταβλητό κεφάλαιο. Όλος αυτός ο χρηματικός όγκος προκαταβάλλεται από τον κεφαλαιοκράτη ως πάγιο, σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο στην εξελικτική πορεία της παραγωγής και μετατρέπεται σε εμπορεύματα. Τα εμπορεύματα είναι η μεταμόρφωση του παραγωγικού κεφαλαίου σε εμπορευματικό κεφάλαιο.

Η πώληση των εμπορευμάτων επαναφέρει το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο, συν την υπεραξία, και ο κεφαλαιοκράτης είναι έτοιμος να ξαναρχίσει την κύκληση προσδοκώντας νέα έσοδα. 

Είναι φανερό ότι όσο πιο γρήγορα γίνεται η κύκληση τόσο καλύτερα για τον κεφαλαιοκράτη, που με την ολοκλήρωσή της εισπράττει την υπεραξία και είναι επίσης φανερό ότι όσο γρηγορότερα γίνεται η κύκληση τόσο λιγότερο αρχικό κεφάλαιο απαιτείται, αφού η μεγάλη – χρονοβόρα κύκληση απαιτεί μεγάλο κεφαλαιακό απόθεμα που θα λειτουργήσει ως εργασιακός μισθός (μεταβλητό κεφάλαιο) μιας και οι εργάτες πρέπει να πληρώνονται με το μήνα ή τη βδομάδα και όχι με τα χρονικά διαγράμματα της κύκλησης. (Εννοείται ότι μέσα στην τιμή του τελικού προϊόντος ενσωματώνονται και τα έξοδα του πάγιου – σταθερού κεφαλαίου και η μισθοδοσία και φυσικά η υπεραξία.) 

Ο κεφαλαιοκράτης φροντίζει να μην σταματάει η παραγωγή ούτε στιγμή, αφού κάθε χαμένη ώρα είναι γι' αυτόν χαμένα κέρδη. Προσπαθεί δηλαδή να βρίσκεται διαρκώς μέσα στην κύκληση, να βλέπει το κεφάλαιό του να αλλάζει συνεχώς μορφές (χρηματικό, παραγωγικό, εμπορευματικό και πάλι χρηματικό).
Για την ακρίβεια το κεφάλαιο του διασπάται και τμηματικά βρίσκεται σε όλες της μορφές της κύκλησης ταυτόχρονα, εναλλάσσοντας μορφές, αφού κάθε εργοστάσιο και παράγει και πουλάει συγχρόνως κι αν έχει πολλά στάδια παραγωγής λειτουργούν όλα μαζί την ίδια στιγμή. Διαθέτει δηλαδή χρήμα ανά πάσα στιγμή σε κάθε τομέα κύκλησης. 

Εφόσον το χρηματικό κεφάλαιο μετατρέπεται εύκολα σε πρώτες ύλες και εργατική δύναμη, το μόνο σκοτεινό – απρόβλεπτο σημείο της κύκλησης είναι η ευαίσθητη στιγμή της μετατροπής του από εμπόρευμα σε χρήμα. Αν το εμπόρευμα δεν πουληθεί αμέσως (ή έστω σ' ένα λογικά σύντομο διάστημα), τότε η κύκληση φρακάρει καθώς ο κεφαλαιοκράτης ξεμένει από ρευστό, δεν μπορεί δηλαδή να μετατρέψει το εμπορευματικό κεφάλαιο σε χρηματικό. Με δεδομένη την αναγκαιότητα της άκρατης ταχύτητας που απαιτεί ο ανταγωνισμός γεννιέται η ανάγκη της πίστωσης, δηλαδή η τραπεζική παρέμβαση.

Πέρα όμως από αυτά, που αφορούν την απλή αναπαραγωγή ο κεφαλαιοκράτης αντιλαμβάνεται την ανάγκη της διευρυμένης κύκλησης, δηλαδή της όλο και μεγαλύτερης παραγωγής. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός δεν περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση της υπεραξίας που καταναλώνεται για την ευμάρεια του κεφαλαιοκράτη, αλλά απαιτεί τη συνεχή κεφαλαιοκρατική εγρήγορση που αφορά τη διεύρυνση του κεφαλαίου, δηλαδή του χρήματος που δρα παραγωγικά. 

Με δυο λόγια ο κεφαλαιοκράτης, αν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να αποταμιεύει ένα μέρος της υπεραξίας και να το ξαναρίχνει στην παραγωγή προκαλώντας τη διεύρυνσή της. Να αγοράζει δηλαδή καινούρια μηχανήματα που θα αυξήσουν την παραγωγή (και κατ' επέκταση περισσότερη εργατική δύναμη που θα δουλέψει στα μηχανήματα) ή πιο εξελιγμένα μηχανήματα που και διευρύνουν την παραγωγή και τελειοποιούν το προϊόν. 

Αν ο κεφαλαιοκράτης αρχίζει και υστερεί τεχνολογικά είναι βέβαιο ότι η αγορά θα τον κατασπαράξει. Επιπλέον η διεύρυνση της παραγωγής σημαίνει και διεύρυνση της υπεραξίας που θα εισπράξει..
Η μεγάλη υπεραξία είναι ένα νέο κεφάλαιο που μπορεί να του επιτρέψει να κάνει μαζικότερες αγορές που αφορούν την παραγωγή, πρώτων υλών για παράδειγμα, εκμεταλλευόμενος τόσο τις διάφορες ευκαιρίες της αγοράς που μπορεί να προκύψουν, όσο και τη δεδομένα φτηνότερη τιμή που εξασφαλίζει η μαζικότητα των παραγγελιών, μπορεί δηλαδή να παράγει φτηνότερα εξασφαλίζοντας ακόμη μεγαλύτερη υπεραξία. Όλα αυτά του δίνουν τη δυνατότητα να κερδοσκοπήσει παίζοντας παιχνίδια με τις τιμές κατεβάζοντάς τες σε βαθμό που οι ανταγωνιστές δεν μπορούν να παρακολουθήσουν. 
Το τεράστιο εύρος του κεφαλαίου είναι η μόνη διαπραγματευτική ισχύ του καπιταλισμού, αφού μόνο αυτό εξασφαλίζει όχι μόνο την επιβίωση αλλά και το κλείσιμο των υπολοίπων.

Νομοτελειακά η παραγωγή περνάει στα χέρια ελάχιστων που δημιουργώντας τραστ καθορίζουν τα πάντα: «Εφόσον το ανέβασμα της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας απαιτεί παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα, συνεπώς και προκαταβολή χρηματικού κεφαλαίου κατά μεγάλες μάζες από τον μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη, αυτό γίνεται εν μέρει με τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων σε λίγα χέρια, χωρίς να χρειάζεται να αυξάνει απόλυτα το μέγεθος των κεφαλαιακών αξιών που λειτουργούν.........

Το μέγεθος των μεμονωμένων κεφαλαίων μπορεί να αυξάνει με συγκεντροποίηση σε λίγα χέρια, χωρίς να αυξάνει το κοινωνικό τους σύνολο» (Μαρξ «Το κεφάλαιο» Β τόμος σελ. 355.) και κάπως έτσι το καπιταλιστικό ιδεολόγημα των ίσων ευκαιριών και του αμερικάνικου ονείρου της κοινωνικής αναρρίχησης γίνεται κομμάτια: «Το χρήμα που παίρνει ο εργάτης το ξοδεύει για να διατηρεί την εργατική του δύναμη, δηλαδή για να διατηρεί για τον κεφαλαιοκράτη το όργανο, χάρη στο οποίο και μόνο μπορεί να παραμένει κεφαλαιοκράτης. 

Έτσι η αδιάκοπη αγοροπωλησία της εργατικής δύναμης διαιωνίζει την εργατική δύναμη σαν στοιχείο του κεφαλαίου......»(Μαρξ «το κεφάλαιο» Β τόμος σελ. 380) ή ακόμα καλύτερα: «.....η αξία της εργατικής δύναμης, που ο κεφαλαιοκράτης πληρώνει στον εργάτη με μορφή μισθού, παίρνει για τον εργάτη μορφή εισοδήματος κι έτσι δεν αναπαράγεται διαρκώς μόνο η εργατική δύναμη, αλλά και η τάξη των μισθωτών εργατών σαν τέτοια.....» (Μαρξ «Το κεφάλαιο Β τόμος σελ. 387.)

Ο κεφαλαιοκράτης για να παραμείνει κεφαλαιοκράτης, να ανήκει δηλαδή στους λίγους που θα ρυθμίζουν την πορεία των πραγμάτων, οφείλει να διευρύνει την παραγωγή και κατ' επέκταση την κύκληση του κεφαλαίου, με δυο λόγια να αυξήσει το κεφάλαιό του, που εξ' ορισμού δρα παραγωγικά. Ο κεφαλαιοκράτης της μικρομεσαίας παραγωγής που δεν παλεύει να επεκταθεί είναι το ψάρι που θα φαγωθεί από τους καρχαρίες. Η ταχύτητα των τεχνολογικών εξελίξεων και η ασφυκτική πίεση της ανταγωνιστικής αγοράς, πολλές φορές απαιτούν από τον κεφαλαιοκράτη να διευρύνει το κεφάλαιό του προτού ο ίδιος προλάβει να το εξασφαλίσει από την αποταμίευση της χρονιάτικης υπεραξίας κι εδώ βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στην ανάγκη της πίστωσης, δηλαδή της νέας τραπεζικής παρέμβασης. 

Κάπως έτσι γεννιέται το καπιταλιστικό δόγμα που θέλει κάθε υγιή κι αναπτυσσόμενη επιχείρηση να χρωστάει.
Το ότι χρωστάει σημαίνει ότι οι δουλειές ξεπερνούν τις παραγωγικές της υποδομές, ότι η παραγωγή απαιτεί την άμεση διεύρυνση της κύκλησης που φυσικά υπόσχεται υπέρογκα κέρδη. Η σταθερότητα της κύκλησης μεταφράζεται ως στασιμότητα της παραγωγής και η στασιμότητα σημαίνει παρακμή. 

Με δυο λόγια οι εξελίξεις στην αγορά ξεπερνούν την ταχύτητα της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που συσσωρεύεται με την αποταμίευση της υπεραξίας και οδηγούν στο δανεισμό, δηλαδή στην πρόσβαση σε κεφάλαιο που επί της ουσίας δεν υπάρχει, αλλά θα υπάρξει, εφόσον οι δουλειές αποδώσουν τα αναμενόμενα. Τα ανοίγματα αυτά, δίνουν βέβαια ώθηση στην επιχείρηση, αλλά, όπως είναι φυσικό, την καθιστούν απολύτως ευάλωτη, αν κάτι δεν πάει καλά, αφού το παραμικρό εμπόδιο στην κύκληση θα δημιουργήσει τεράστιες δονήσεις από την έλλειψη ρευστού. 

Είναι σα να παρακολουθούμε γίγαντες που παλεύουν σε ύψη που στην ουσία δεν φτάνουν και φουσκώνουν με αέρα. Και το παραμικρό χαλίκι μπορεί να τους ξεφουσκώσει. Κάπως έτσι κάθε επιχειρηματικό άνοιγμα εμπεριέχει τον τζόγο κι αυτό είναι η κατάλυση της ίδιας της έννοιας του καπιταλισμού.

Κάπως έτσι βλέπουμε εταιρείες κολοσσούς να χρεοκοπούν και μας φαίνεται απίστευτο. (Φυσικά, σ' όλες αυτές τις προοπτικές δεν λαμβάνουμε καθόλου υπόψη τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που απαιτούν το κλείσιμο εταιρειών γιατί κάποιοι κερδίζουν περισσότερα είτε σε επενδυτικό είτε σε χρηματιστηριακό επίπεδο. Προεξοφλούμε, προς ώρας, ότι ο καπιταλισμός εξελίσσεται υγιώς.)

Κάπως έτσι συντρίβεται το άλλο μεγάλο επιχείρημα των καπιταλιστών που εξιδανικεύει το σύστημα λέγοντας ότι ο τρόπος που λειτουργεί αποκλείει το θησαυρισμό. Κανένας καπιταλιστής δεν θέλει λεφτά με τη μορφή θησαυρού, γιατί αυτά τα λεφτά δεν γεννούν λεφτά, είναι από θέση αρχής πεθαμένα. Έτσι τα ξαναρίχνει στην αγορά με τη μορφή κεφαλαίου που αυξάνει τον κοινωνικό πλούτο και οδηγεί στην κοινωνική εξέλιξη. Έτσι το χρήμα κινείται και η αγορά δεν στερεύει ποτέ. 

Στην πραγματικότητα, σχεδόν νομοτελειακά, το χρήμα μαζεύεται σε ελάχιστους κεφαλαιοκράτες και τις τράπεζες.
Το ωραίο πρόσωπο του καπιταλισμού είναι η περίοδος της ανάπτυξής του. 
Η περίοδος των επενδύσεων, όπου ο κεφαλαιοκράτης ρίχνει κεφάλαιο για να διευρύνει την κύκληση του κεφαλαίου του κι ο εργαζόμενος βρίσκει εύκολα δουλειά. Το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται όλο τον εφεδρικό εργατικό στρατό και τα μεροκάματα ανεβαίνουν. Ο εργαζόμενος αν χάσει τη δουλειά του βρίσκει εύκολα άλλη κι αυτό του δίνει διαπραγματευτική ισχύ. 

 Οι κεφαλαιοκράτες επιχειρούν παραγωγή τεράστιας κλίμακας. Αναλαμβάνουν έργα με πολύ χρονοβόρα κύκληση, που απαιτούν δυσθεώρητη εργατική δύναμη. Παράλληλα ξεπετιούνται διαρκώς νέες επιχειρήσεις, αφού ανθεί η χρηματαγορά. Όλα αυτά γίνονται ακανόνιστα, απρογραμμάτιστα, βασισμένα στην ιδιωτική πρωτοβουλία. 
Απασχολούνται εργάτες σε παραγωγή ειδών πολυτελείας ή σε μακρόπνοα κατασκευαστικά έργα και μειώνονται τα χέρια παραγωγής των βασικών αναγκών (μέσα συντήρησης). «Από τη μια ασκείται πίεση στη χρηματαγορά, ενώ αντίθετα η ευχέρεια της χρηματαγοράς προκαλεί κι αυτή τη δημιουργία τέτοιων επιχειρήσεων κατά μάζες, δηλαδή δημιουργεί τους όρους που αργότερα προκαλούν την πίεση στη χρηματαγορά. ........χωρίς να παίρνουμε καθόλου υπόψη το γεγονός ότι βιομήχανοι κι έμποροι ρίχνουν σε κερδοσκοπικές σιδηροδρομικές κλπ επιχειρήσεις το απαραίτητο για την κίνηση της δικής τους επιχείρησης χρηματικό κεφάλαιο και το αντικατασταίνουν με δάνεια από τη χρηματαγορά.

Από την άλλη μεριά ασκείται πίεση στο διαθέσιμο παραγωγικό κεφάλαιο της κοινωνίας. Επειδή αφαιρούνται διαρκώς από την αγορά στοιχεία του παραγωγικού κεφαλαίου και στη θέση τους ρίχνεται στην αγορά ένα χρηματικό απλώς ισοδύναμο, αυξάνει η ζήτηση της πληρωμής σε μετρητά χωρίς η ζήτηση αυτή να περιέχει στοιχεία προσφοράς. Γι' αυτό ανεβαίνουν οι τιμές τόσο των μέσων συντήρησης, όσο και των υλικών παραγωγής. 

Σ' όλα αυτά προστίθεται το γεγονός ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα που ασκείται συνήθως κερδοσκοπία γίνονται μεγάλες μεταβιβάσεις κεφαλαίου. Πλουτίζει μια συμμορία κερδοσκόπων, εργολάβων, μηχανικών, δικηγόρων κλπ. Όλοι αυτοί προκαλούν μεγάλη καταναλωτική ζήτηση στην αγορά, ενώ παράλληλα αυξάνουν οι μισθοί εργασίας. 

Όσο για τα μέσα διατροφής, η ζήτηση τους δίνει βέβαια μια ώθηση στην αγροτική οικονομία. Επειδή όμως τα μέσα αυτά διατροφής δεν μπορούν να αυξηθούν απότομα μέσα σ' ένα χρόνο, αυξάνει η εισαγωγή τους, όπως γενικά αυξάνει η εισαγωγή των εξωτικών μέσων διατροφής και των ειδών πολυτελείας. 

Αποτέλεσμα, υπερεισαγωγή και κερδοσκοπία στον τομέα αυτό του εισαγωγικού εμπορίου. Από την άλλη μεριά, στους βιομηχανικούς κλάδους, στους οποίους η παραγωγή μπορεί να αυξηθεί γρήγορα η αύξηση των τιμών προκαλεί απότομη επέκταση, που την ακολουθεί γρήγορα η κατάρρευση. Οι επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, όπως οι σιδηρόδρομοι, αποσύρουν από την αγορά εργασίας μια ορισμένη ποσότητα δυνάμεων, που μπορούν να προέρχονται μόνο από ορισμένους κλάδους, όπως είναι η αγροτική οικονομία κτλ.........Απορροφάται ένα μέρος του εφεδρικού εργατικού στρατού, που η πίεσή του κρατούσε τους μισθούς σε χαμηλότερα επίπεδα. Ανεβαίνουν γενικά οι μισθοί, ακόμα και στα τμήματα εκείνα της αγοράς εργασίας που οι εργάτες έβρισκαν ως τώρα εύκολα δουλειά. Το φαινόμενο αυτό διαρκεί ως τότε που η αναπόφευκτη κατάρρευση αποδεσμεύσει πάλι τον εφεδρικό στρατό των εργατών και ξανακατεβάσει τους μισθούς στο ελάχιστο όριό τους κι ακόμα πιο κάτω». (Μαρξ «το κεφάλαιο Β τόμος σελ. 314 – 315)

Φυσικά, ο Μαρξ, όταν καταδεικνύει το αδιέξοδο του καπιταλισμού οραματίζεται την κομμουνιστική κοινωνία. Το αν ο υπαρκτός σοσιαλισμός τον δικαίωσε ή το κατά πόσο εφαρμόστηκε ο μαρξισμός στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι μια τεράστια ιστορία. (Ο κομμουνισμός της Κίνας σήμερα μάλλον δεν πείθει.) 

Το σίγουρο είναι ότι ο σύγχρονος φιλελεύθερος, άκρατος καπιταλισμός έχει αποτύχει κι ότι η οικονομία είναι μια δύναμη εξελικτική που πάνω από όλα χρειάζεται κανόνες κι αυτό είναι θέμα πολιτικό. 
Η επιμονή της αντιλαϊκής πολιτικής για τη στήριξη μιας χρεοκοπημένης οικονομικής ιδεολογίας εξυπηρέτησης συμφερόντων είναι η ίδια η απαξίωση της πολιτικής κι αυτό κάνει την άκρα δεξιά, σε πανευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, να τρίβει τα χέρια της.

Πηγές: Καρλ Μαρξ, «Το κεφάλαιο». ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ  Αναδημοσίευση από Ερανιστής και Αριστερό Blog.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου